σεσοφισμένως

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεσοφισμένως Medium diacritics: σεσοφισμένως Low diacritics: σεσοφισμένως Capitals: ΣΕΣΟΦΙΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: sesophisménōs Transliteration B: sesophismenōs Transliteration C: sesofismenos Beta Code: sesofisme/nws

English (LSJ)

Adv. cunningly, X.Cyn.13.5.

German (Pape)

[Seite 872] adv. part. perf. pass. von σοφίζω, schlau, listig, verfänglich, Xen. Cyn. 13, 5.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec habileté ou fourberie.
Étymologie: σεσοφισμένος, part. pf. Pass. de σοφίζω.

Russian (Dvoretsky)

σεσοφισμένως: adv. хитро, ловко Xen.

Greek (Liddell-Scott)

σεσοφισμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., εὐφυῶς, μετὰ σοφίας καὶ δεξιότητος, σοφιστικῶς, Ξεν. Κυν. 13. 5.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με εξυπνάδα, με επιδεξιότηταἴσως οὖν τοῖς μὲν ὀνόμασιν οὐ σεσοφισμένως λέγω», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. σεσοφισμένος του σοφίζομαι].

Greek Monotonic

σεσοφισμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. σεσόφισμαι, με δόλο, με πανουργία, με τον τρόπο των σοφιστών, σε Ξεν.

Middle Liddell

[adverb from part. perf. pass. of σοφίζομαι]
cunningly, Xen.