3,274,754
edits
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[σιδηροφόρος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν<br />αυτός που φέρει όπλα, [[οπλοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που περιέχει σίδηρο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />κατασκευασμένος από σίδηρο, [[σιδερένιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει σίδηρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |mltxt=-α, -ο / [[σιδηροφόρος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν<br />αυτός που φέρει όπλα, [[οπλοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που περιέχει σίδηρο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />κατασκευασμένος από σίδηρο, [[σιδερένιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει σίδηρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σῐδηροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει, κρατάει εργαλεία ή όπλα, εξοπλισμένος, αρματωμένος, [[πάνοπλος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |