3,274,764
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῐδηροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει, κρατάει εργαλεία ή όπλα, εξοπλισμένος, αρματωμένος, [[πάνοπλος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''σῐδηροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει, κρατάει εργαλεία ή όπλα, εξοπλισμένος, αρματωμένος, [[πάνοπλος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῐδηροφόρος:''' несущий оружие, вооруженный ([[χείρ]] Anth.). | |||
}} | }} |