Anonymous

σηκοκόρος: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, ΜΑ, και [[σηκηκόρος]], ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που καθαρίζει τον στάβλο ή την [[μάντρα]], ο [[βοσκός]]<br /><b>μσν.</b><br />([[κατά]] τον Ζων.) «[[νεωκόρος]], [[φύλαξ]] ναΐσκου».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σηκός]] «[[μάντρα]]», [[αλλά]] και «[[κυρίως]] [[ναός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κορέω]] [ΙΙ] «[[σκουπίζω]], [[καθαρίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>νεω</i>-[[κόρος]].
|mltxt=ὁ, ἡ, ΜΑ, και [[σηκηκόρος]], ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που καθαρίζει τον στάβλο ή την [[μάντρα]], ο [[βοσκός]]<br /><b>μσν.</b><br />([[κατά]] τον Ζων.) «[[νεωκόρος]], [[φύλαξ]] ναΐσκου».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σηκός]] «[[μάντρα]]», [[αλλά]] και «[[κυρίως]] [[ναός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κορέω]] [ΙΙ] «[[σκουπίζω]], [[καθαρίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>νεω</i>-[[κόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σηκοκόρος:''' ὁ, ἡ ([[κορέω]]), αυτός που καθαρίζει το παχνί ή τον στάβλο, [[βοσκός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}