Anonymous

σηκοκόρος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σηκοκόρος:''' ὁ, ἡ ([[κορέω]]), αυτός που καθαρίζει το παχνί ή τον στάβλο, [[βοσκός]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''σηκοκόρος:''' ὁ, ἡ ([[κορέω]]), αυτός που καθαρίζει το παχνί ή τον στάβλο, [[βοσκός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σηκοκόρος:''' ὁ уборщик стойла, скотник Hom.
}}
}}