σιτοποιός: Difference between revisions

6
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που φτειάχνει [[αλεύρι]], [[ψωμί]] ή άλλες τροφές<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σιτοποιός]]<br />ο [[μυλωνάς]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[σιτοποιός]]<br />η [[γυναίκα]] που ζυμώνει και ψήνει το [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που φτειάχνει [[αλεύρι]], [[ψωμί]] ή άλλες τροφές<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σιτοποιός]]<br />ο [[μυλωνάς]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[σιτοποιός]]<br />η [[γυναίκα]] που ζυμώνει και ψήνει το [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῑτοποιός:''' ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που παρασκευάζει [[ψωμί]], [[αρτοποιός]]· σιτοποιὸς [[ἀνάγκη]], το [[έργο]] της αλέσεως του σιταριού και του ψησίματος του ψωμιού, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., μυλωνάς, αυτός που αλέθει το [[σιτάρι]] στον μύλο, σε Θουκ.· στο θηλ. κατά κανόνα, αυτή που ζυμώνει και ψήνει το [[ψωμί]], σε Ηρόδ.· <i>γυναῖκες σιτοποιοί</i>, στον ίδ., Θουκ.
}}
}}