3,277,700
edits
(37) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σκυθρωπός]], -όν, ΝΑ<br />[[κατηφής]], συνοφρυωμένος, [[κατσούφης]] [[σκουντούφλης]] («σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην Μήδειαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει αυστηρό ύφος [[μπροστά]] σε κάποιον [[άλλο]] και [[ιδίως]] αυτός που έχει προσποιητή [[σοβαρότητα]] («ἐπὶ μὲν γὰρ τοῑς ἀγαθοῑς φαιδροί, ἐπὶ δὲ τοῑς κακοῑς σκυθρωποὶ γίγνονται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[κατάσταση]] ή πράγμ.) [[λυπηρός]], [[μελαγχολικός]], αυτός που οδηγεί σε [[στενοχώρια]] και [[σκυθρωπότητα]] («ὡς δύσκολον τὸ [[γῆρας]] ἀνθρώποις ἔφυ ἔν τ' ὄμμασιν σκυθρωπόν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[χρώμα]]) [[σκοτεινός]], [[αμαυρός]], [[σκούρος]]<br /><b>4.</b> (ειδικά για οίνο) [[μαύρος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σκυθρωπόν</i><br />α) [[σκυθρωπότητα]], [[κατήφεια]]<br />β) <b>μτφ.</b> [[κακοτυχία]], [[δυστυχία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκυθρωπώς</i> / <i>σκυθρωπῶς</i> ΝΑ και <i>σκυθρωπά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο σκυθρωπό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκυθρός]] «θυμωμένος, [[κατηφής]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[ὄπωπα]])]. | |mltxt=-ή, -ό / [[σκυθρωπός]], -όν, ΝΑ<br />[[κατηφής]], συνοφρυωμένος, [[κατσούφης]] [[σκουντούφλης]] («σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην Μήδειαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει αυστηρό ύφος [[μπροστά]] σε κάποιον [[άλλο]] και [[ιδίως]] αυτός που έχει προσποιητή [[σοβαρότητα]] («ἐπὶ μὲν γὰρ τοῑς ἀγαθοῑς φαιδροί, ἐπὶ δὲ τοῑς κακοῑς σκυθρωποὶ γίγνονται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[κατάσταση]] ή πράγμ.) [[λυπηρός]], [[μελαγχολικός]], αυτός που οδηγεί σε [[στενοχώρια]] και [[σκυθρωπότητα]] («ὡς δύσκολον τὸ [[γῆρας]] ἀνθρώποις ἔφυ ἔν τ' ὄμμασιν σκυθρωπόν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[χρώμα]]) [[σκοτεινός]], [[αμαυρός]], [[σκούρος]]<br /><b>4.</b> (ειδικά για οίνο) [[μαύρος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σκυθρωπόν</i><br />α) [[σκυθρωπότητα]], [[κατήφεια]]<br />β) <b>μτφ.</b> [[κακοτυχία]], [[δυστυχία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκυθρωπώς</i> / <i>σκυθρωπῶς</i> ΝΑ και <i>σκυθρωπά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο σκυθρωπό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκυθρός]] «θυμωμένος, [[κατηφής]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[ὄπωπα]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκυθρωπός:''' -όν ([[σκυθρός]], ὤψ),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φαίνεται θυμωμένος, που έχει λυπημένη όψη, [[δύσθυμος]], [[κατηφής]], [[κατσούφης]], σε Ευρ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τὸ σκυθρωπόν</i>, το επόμ., σε Ευρ.· επίρρ., [[σκυθρωπῶς]] ἔχειν, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[κατηφής]], [[λυπημένος]], [[μελαγχολικός]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |