3,277,218
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκυθρωπός:''' -όν ([[σκυθρός]], ὤψ),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φαίνεται θυμωμένος, που έχει λυπημένη όψη, [[δύσθυμος]], [[κατηφής]], [[κατσούφης]], σε Ευρ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τὸ σκυθρωπόν</i>, το επόμ., σε Ευρ.· επίρρ., [[σκυθρωπῶς]] ἔχειν, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[κατηφής]], [[λυπημένος]], [[μελαγχολικός]], σε Ευρ. | |lsmtext='''σκυθρωπός:''' -όν ([[σκυθρός]], ὤψ),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φαίνεται θυμωμένος, που έχει λυπημένη όψη, [[δύσθυμος]], [[κατηφής]], [[κατσούφης]], σε Ευρ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τὸ σκυθρωπόν</i>, το επόμ., σε Ευρ.· επίρρ., [[σκυθρωπῶς]] ἔχειν, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[κατηφής]], [[λυπημένος]], [[μελαγχολικός]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκυθρωπός -όν [σκυθρός: somber, chagrijnig, ὤψ] f. -ή Hp. Epid. 14 van personen met een somber of chagrijnig of ernstig gezicht,; ἀνιαρὸς … καὶ σ. ὢν σιωπῇ διῆγεν bedroefd en met een somber gezicht bewaarde hij het stilzwijgen Xen. Cyr. 1.4.14; subst. τὸ σ. slecht humeur, chagrijn, somberheid. van zaken somber, treurig. | |||
}} | }} |