Anonymous

σκυθρωπός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκυθρωπός:''' -όν ([[σκυθρός]], ὤψ),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φαίνεται θυμωμένος, που έχει λυπημένη όψη, [[δύσθυμος]], [[κατηφής]], [[κατσούφης]], σε Ευρ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τὸ σκυθρωπόν</i>, το επόμ., σε Ευρ.· επίρρ., [[σκυθρωπῶς]] ἔχειν, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[κατηφής]], [[λυπημένος]], [[μελαγχολικός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''σκυθρωπός:''' -όν ([[σκυθρός]], ὤψ),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φαίνεται θυμωμένος, που έχει λυπημένη όψη, [[δύσθυμος]], [[κατηφής]], [[κατσούφης]], σε Ευρ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τὸ σκυθρωπόν</i>, το επόμ., σε Ευρ.· επίρρ., [[σκυθρωπῶς]] ἔχειν, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[κατηφής]], [[λυπημένος]], [[μελαγχολικός]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκυθρωπός -όν [σκυθρός: somber, chagrijnig, ὤψ] f. -ή Hp. Epid. 14 van personen met een somber of chagrijnig of ernstig gezicht,; ἀνιαρὸς … καὶ σ. ὢν σιωπῇ διῆγεν bedroefd en met een somber gezicht bewaarde hij het stilzwijgen Xen. Cyr. 1.4.14; subst. τὸ σ. slecht humeur, chagrijn, somberheid. van zaken somber, treurig.
}}
}}