Anonymous

σκήπτω: Difference between revisions

From LSJ
1,472 bytes added ,  31 December 2018
6
(37)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[στηρίζω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (με αιτ. πράγματος) [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] ως [[πρόφαση]], ως [[πρόσχημα]] («τὴν βίαν σκήψασ' ἔχεις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξακοντίζω]], [[εκσφενδονίζω]], [[εκτοξεύω]] («μήθ' [[ὑπὲρ]] ἄστρων [[βέλος]] ἠλίθιον σκήψειεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[αρρώστια]], [[συμφορά]] ή κίνδυνο) [[ενσκήπτω]], [[επιπίπτω]], [[πέφτω]] βίαια και με [[δύναμη]] [[πάνω]] σε κάποιον («ὁ [[πυρφόρος]] θεὸς σκήψας ἐλαύνει πόλιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> (για ακτίνες φωτός) [[πέφτω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] και το [[φωτίζω]] («λίμνην [[ὑπὲρ]] Γοργῶπιν ἔσκηψεν [[φάος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>σκήπτομαι</i><br />α) (για γέροντα, ζητιάνο ή [[τραυματία]]) στηρίζομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] και [[βαδίζω]] («πτωχῷ... ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι, σκηπτόμενον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) <b>μτφ.</b> βασίζομαι σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («ᾦ [[οὗτος]] σκήπτεται μάρτυρι», <b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) [[προσποιούμαι]], [[προφασίζομαι]] («προσποιητὴν χαρὰν σκηψαμένη», <b>Πλούτ.</b>)<br />δ) [[αναφέρω]] ή [[ισχυρίζομαι]] ότι... («σκηπτόμενος παίζοντα λέγειν τόνδε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «σκήπτομαι ἀσθένειαν»<br />(<b>Πολ.</b>) [[προσποιούμαι]] ότι [[είμαι]] [[άρρωστος]]<br />β) «σκήπτομαι [[ὑπέρ]] τινος» — υπερασπίζομαι κάποιον (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[σύστημα]] του ρ. [[σκήπτω]]: [[σκήπτω]] —σκῆψαι —[[σκᾶπος]] (<b>πρβλ.</b> [[κόπτω]] —κόψω —[[κόπος]]) εμφανίζει σε όλους τους τ. μακρό φωνηεντισμό <i>ā</i> / <i>η</i> (<b>πρβλ.</b> [[σκῆψις]], [[σκηπτός]], [[σκᾶπτον]], [[σκῆπτρον]], [[σκηπάνη]]). Το ρ. [[σκήπτω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σκήπ</i>-<i>jω</i>, <b>πρβλ.</b> [[κλέπτω]] <span style="color: red;"><</span> <i>κλέπ</i>-<i>jω</i>) [[είναι]] πιθανότατα παράγωγο του δωρ. τ. [[σκᾶπος]]<br />[[κλάδος]] καὶ [[ἄνεμος]] [[ποιός]], [[οπότε]] αρχική σημ. του ρ. θα [[πρέπει]] να θεωρηθεί αυτή του μέσου τ. <i>σκήπτομαι</i> «στηρίζομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] ([[κλαδί]] ή [[μπαστούνι]]) για να βαδίσω, να υπερασπίσω τον εαυτό μου (απ' όπου η σημ. του ενεργ. [[σκήπτω]] "[[εξακοντίζω]], [[εκτοξεύω]], [[πέφτω]], [[ορμώ]], [[καταβάλλω]], [[αποτρέπω]], [[εξουσιάζω]], [[ενάγω]]", <b>πρβλ.</b> [[σκῆψις]], [[σκηπτός]], [[σκήπτρο]]), να συζητήσω, να διαπραγματευθώ (από όπου η σημ. "[[προφασίζομαι]], [[αμφισβητώ]], [[φιλονικώ]], [[προσποιούμαι]], [[αναφέρω]], [[ισχυρίζομαι]]")». Οι τ. [[σκήπτω]] / [[σκᾶπος]] συνδέονται με τα αρχ. άνω γερμ. <i>skaft</i> και αρχ. νορβ. <i>skapt</i> «[[ράβδος]], [[βακτηρία]], [[ακόντιο]]», που εμφανίζουν βραχύ φωνηεντισμό, ενώ το λατ. <i>sc</i><i>ā</i><i>pus</i> «[[κλάδος]]» [[είναι]] πιθ. [[δάνειο]] από το ελλ. [[σκᾶπος]]. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], του ρ. με την [[οικογένεια]] του [[σκάπτω]] προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, ενώ πιθανότερη φαίνεται η [[σύνδεση]] του με τη λ. [[σκίπων]] και το ρ. [[σκίμπτομαι]]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[στηρίζω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (με αιτ. πράγματος) [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] ως [[πρόφαση]], ως [[πρόσχημα]] («τὴν βίαν σκήψασ' ἔχεις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξακοντίζω]], [[εκσφενδονίζω]], [[εκτοξεύω]] («μήθ' [[ὑπὲρ]] ἄστρων [[βέλος]] ἠλίθιον σκήψειεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[αρρώστια]], [[συμφορά]] ή κίνδυνο) [[ενσκήπτω]], [[επιπίπτω]], [[πέφτω]] βίαια και με [[δύναμη]] [[πάνω]] σε κάποιον («ὁ [[πυρφόρος]] θεὸς σκήψας ἐλαύνει πόλιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> (για ακτίνες φωτός) [[πέφτω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] και το [[φωτίζω]] («λίμνην [[ὑπὲρ]] Γοργῶπιν ἔσκηψεν [[φάος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>σκήπτομαι</i><br />α) (για γέροντα, ζητιάνο ή [[τραυματία]]) στηρίζομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] και [[βαδίζω]] («πτωχῷ... ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι, σκηπτόμενον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) <b>μτφ.</b> βασίζομαι σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («ᾦ [[οὗτος]] σκήπτεται μάρτυρι», <b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) [[προσποιούμαι]], [[προφασίζομαι]] («προσποιητὴν χαρὰν σκηψαμένη», <b>Πλούτ.</b>)<br />δ) [[αναφέρω]] ή [[ισχυρίζομαι]] ότι... («σκηπτόμενος παίζοντα λέγειν τόνδε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «σκήπτομαι ἀσθένειαν»<br />(<b>Πολ.</b>) [[προσποιούμαι]] ότι [[είμαι]] [[άρρωστος]]<br />β) «σκήπτομαι [[ὑπέρ]] τινος» — υπερασπίζομαι κάποιον (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[σύστημα]] του ρ. [[σκήπτω]]: [[σκήπτω]] —σκῆψαι —[[σκᾶπος]] (<b>πρβλ.</b> [[κόπτω]] —κόψω —[[κόπος]]) εμφανίζει σε όλους τους τ. μακρό φωνηεντισμό <i>ā</i> / <i>η</i> (<b>πρβλ.</b> [[σκῆψις]], [[σκηπτός]], [[σκᾶπτον]], [[σκῆπτρον]], [[σκηπάνη]]). Το ρ. [[σκήπτω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σκήπ</i>-<i>jω</i>, <b>πρβλ.</b> [[κλέπτω]] <span style="color: red;"><</span> <i>κλέπ</i>-<i>jω</i>) [[είναι]] πιθανότατα παράγωγο του δωρ. τ. [[σκᾶπος]]<br />[[κλάδος]] καὶ [[ἄνεμος]] [[ποιός]], [[οπότε]] αρχική σημ. του ρ. θα [[πρέπει]] να θεωρηθεί αυτή του μέσου τ. <i>σκήπτομαι</i> «στηρίζομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] ([[κλαδί]] ή [[μπαστούνι]]) για να βαδίσω, να υπερασπίσω τον εαυτό μου (απ' όπου η σημ. του ενεργ. [[σκήπτω]] "[[εξακοντίζω]], [[εκτοξεύω]], [[πέφτω]], [[ορμώ]], [[καταβάλλω]], [[αποτρέπω]], [[εξουσιάζω]], [[ενάγω]]", <b>πρβλ.</b> [[σκῆψις]], [[σκηπτός]], [[σκήπτρο]]), να συζητήσω, να διαπραγματευθώ (από όπου η σημ. "[[προφασίζομαι]], [[αμφισβητώ]], [[φιλονικώ]], [[προσποιούμαι]], [[αναφέρω]], [[ισχυρίζομαι]]")». Οι τ. [[σκήπτω]] / [[σκᾶπος]] συνδέονται με τα αρχ. άνω γερμ. <i>skaft</i> και αρχ. νορβ. <i>skapt</i> «[[ράβδος]], [[βακτηρία]], [[ακόντιο]]», που εμφανίζουν βραχύ φωνηεντισμό, ενώ το λατ. <i>sc</i><i>ā</i><i>pus</i> «[[κλάδος]]» [[είναι]] πιθ. [[δάνειο]] από το ελλ. [[σκᾶπος]]. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], του ρ. με την [[οικογένεια]] του [[σκάπτω]] προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, ενώ πιθανότερη φαίνεται η [[σύνδεση]] του με τη λ. [[σκίπων]] και το ρ. [[σκίμπτομαι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκήπτω:''' μέλ. <i>-σκήψω</i>, αόρ. <i>ἔσκηψα</i> — Μέσ., μέλ. <i>σκήψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσκηψάμην</i> — Παθ., παρακ. <i>ἔσκημμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[υποστηρίζω]], [[στηρίζω]], [[ακουμπώ]] [[κάτι]] [[απέναντι]] από ή πάνω σε [[κάτι]] [[άλλο]]· Παθ. και Μέσ., στηρίζομαι σε [[ραβδί]] ή [[μπαστούνι]], σε Όμηρ.· μεταφ., στηρίζομαι, [[εναποθέτω]] τις ελπίδες μου σε κάποιον ή [[κάτι]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[προβάλλω]] προς [[υποστήριξη]], [[προβάλλω]] ως [[δικαιολογία]], [[προφασίζομαι]], σε Ευρ.· στη Μέσ., [[προβάλλω]] εκ μέρους κάποιου, προκειμένου να τον υπερασπιστώ, σε Ηρόδ., Θουκ.· με απαρ., [[προσποιούμαι]] ότι, σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ρίχνω]], [[εκσφενδονίζω]], [[εκτοξεύω]], σε Αισχύλ.· μεταφ., [[σκήπτω]] ἀλάστορα εἴς τινα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[πέφτω]] με [[δύναμη]], [[βαριά]], [[ενσκήπτω]], [[επιπίπτω]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}