3,273,773
edits
(6) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκήπτω:''' μέλ. <i>-σκήψω</i>, αόρ. <i>ἔσκηψα</i> — Μέσ., μέλ. <i>σκήψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσκηψάμην</i> — Παθ., παρακ. <i>ἔσκημμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[υποστηρίζω]], [[στηρίζω]], [[ακουμπώ]] [[κάτι]] [[απέναντι]] από ή πάνω σε [[κάτι]] [[άλλο]]· Παθ. και Μέσ., στηρίζομαι σε [[ραβδί]] ή [[μπαστούνι]], σε Όμηρ.· μεταφ., στηρίζομαι, [[εναποθέτω]] τις ελπίδες μου σε κάποιον ή [[κάτι]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[προβάλλω]] προς [[υποστήριξη]], [[προβάλλω]] ως [[δικαιολογία]], [[προφασίζομαι]], σε Ευρ.· στη Μέσ., [[προβάλλω]] εκ μέρους κάποιου, προκειμένου να τον υπερασπιστώ, σε Ηρόδ., Θουκ.· με απαρ., [[προσποιούμαι]] ότι, σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ρίχνω]], [[εκσφενδονίζω]], [[εκτοξεύω]], σε Αισχύλ.· μεταφ., [[σκήπτω]] ἀλάστορα εἴς τινα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[πέφτω]] με [[δύναμη]], [[βαριά]], [[ενσκήπτω]], [[επιπίπτω]], σε Αισχύλ., Σοφ. | |lsmtext='''σκήπτω:''' μέλ. <i>-σκήψω</i>, αόρ. <i>ἔσκηψα</i> — Μέσ., μέλ. <i>σκήψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσκηψάμην</i> — Παθ., παρακ. <i>ἔσκημμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[υποστηρίζω]], [[στηρίζω]], [[ακουμπώ]] [[κάτι]] [[απέναντι]] από ή πάνω σε [[κάτι]] [[άλλο]]· Παθ. και Μέσ., στηρίζομαι σε [[ραβδί]] ή [[μπαστούνι]], σε Όμηρ.· μεταφ., στηρίζομαι, [[εναποθέτω]] τις ελπίδες μου σε κάποιον ή [[κάτι]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[προβάλλω]] προς [[υποστήριξη]], [[προβάλλω]] ως [[δικαιολογία]], [[προφασίζομαι]], σε Ευρ.· στη Μέσ., [[προβάλλω]] εκ μέρους κάποιου, προκειμένου να τον υπερασπιστώ, σε Ηρόδ., Θουκ.· με απαρ., [[προσποιούμαι]] ότι, σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ρίχνω]], [[εκσφενδονίζω]], [[εκτοξεύω]], σε Αισχύλ.· μεταφ., [[σκήπτω]] ἀλάστορα εἴς τινα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[πέφτω]] με [[δύναμη]], [[βαριά]], [[ενσκήπτω]], [[επιπίπτω]], σε Αισχύλ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκήπτω:''' <b class="num">1)</b> упирать, опирать, med.-pass. опираться: [[ἐδύσετο]] σκηπτόμενος Hom. он вошел, опираясь (на посох); σκηπτόμενος (τῷ ἄκοντι) Hom. опершись на копье;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. med.-pass., перен. опираться, ссылаться, указывать: τὴν βίαν σκήψασ᾽ ἔχεις (= σκήπτεις) Eur. принуждение для тебя (лишь) предлог; σκήπτεσθαι μάρτυρί τινι Dem. ссылаться на кого-л. как на свидетеля; οὐ σκήψομαι τὸ μὴ [[εἰδέναι]] Her. я не стану отговариваться незнанием; τὸ σκηπτόμενος Her. под этим предлогом; σκήπτεσθαί τι πρός τινα Thuc. приводить кому-л. что-л. в свое оправдание; ὁ σκηπτόμενος [[ὑπὲρ]] τοῦ ποιήσαντος Plat. заступающийся за виновного; (ἡ [[φυλή]]), ἧς τινος εἶναι σκήπτοιτο Lys. фила, к которой он, по его словам, принадлежит;<br /><b class="num">3)</b> тж. med. бросать, метать, пускать ([[βέλος]] Aesch.); насылать (ἀλάστορα εἴς τινα Eur.): σκήψασθαι κότον τινί Aesch. обрушить свой гнев на кого-л.;<br /><b class="num">4)</b> обрушиваться, падать: [[πέδοι]] σκήψασα Aesch. рухнув на землю; σκήψας ἐλαύνει λοιμὸς πόλιν Soph. обрушившись, мор мучает город (Фивы); ἔσκηψεν [[φάος]] Aesch. хлынул свет. | |||
}} | }} |