Anonymous

σμύρνα: Difference between revisions

From LSJ
6
(38)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ, και [[μύρνα]] Μ, και ζμύρνα και ιων. τ. σμύρνη και αιολ. τ. [[μύρρα]] Α<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] βαλσαμόδενδρο<br /><b>2.</b> [[ευώδης]] κομμεορητίνη την οποία χρησιμοποιούσαν για την [[ταρίχευση]] τών [[νεκρών]], ενώ [[σήμερα]] χρησιμοποιείται στην [[αρωματοποιία]] και στη [[θυμίαση]], και με [[απόσταξη]] της οποίας λαμβάνεται το ομώνυμο μυρεψικό και φαρμακευτικό αιθέριο [[έλαιο]]<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Σμύρνα</i><br /><b>μυθ.</b> [[αμαζόνα]] που, σύμφωνα με την [[παράδοση]], ήταν ιδρύτρια της πόλης Σμύρνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί για την ετυμολόγηση της λ. <i>σμύρνη</i> τήν συνδέουν με τον τ. [[μύρρα]] «[[ευώδης]] [[χυμός]], αρωματικό [[φυτό]]» και με το [[τοπωνύμιο]] <i>Σμύρνη</i>, το οποίο, όπως γίνεται δεκτό, γενικά, έχει ασκήσει [[επίδραση]] στον σχηματισμό του προσηγορικού. Σύμφωνα με μία [[άποψη]], η λ. <i>σμύρνη</i> προήλθε από το επίθ. <i>Σμυρναία</i>—[[κατά]] [[παράλειψη]] του [[μύρρα]]— στη [[φράση]] [[μύρρα]] Σμυρναία</i> «[[αρωματικός]] [[χυμός]] από τη Σμύρνη», πιθ. κατ' [[επίδραση]] του τοπωνυμίου <i>Σμύρνη</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. <i>σμύρνη</i> προήλθε από τη λ. [[μύρρα]] μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. (<i>σ</i>)<i>μυρρ</i>-<i>ίνᾱ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μύρρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίνη</i>, θηλ. του -<i>ινος</i>) με [[συγκοπή]] του -<i>ι</i>- και αρκτικό -<i>σ</i>-, το οποίο προέρχεται [[είτε]] από [[αναλογία]] [[προς]] ζεύγη τύπων, όπως [[σμικρός]] / [[μικρός]], [[είτε]] από [[επίδραση]] της λ. <i>Σμύρνη</i>].———————— <b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>βλ.</b> [[σμέρνα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ, και [[μύρνα]] Μ, και ζμύρνα και ιων. τ. σμύρνη και αιολ. τ. [[μύρρα]] Α<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] βαλσαμόδενδρο<br /><b>2.</b> [[ευώδης]] κομμεορητίνη την οποία χρησιμοποιούσαν για την [[ταρίχευση]] τών [[νεκρών]], ενώ [[σήμερα]] χρησιμοποιείται στην [[αρωματοποιία]] και στη [[θυμίαση]], και με [[απόσταξη]] της οποίας λαμβάνεται το ομώνυμο μυρεψικό και φαρμακευτικό αιθέριο [[έλαιο]]<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Σμύρνα</i><br /><b>μυθ.</b> [[αμαζόνα]] που, σύμφωνα με την [[παράδοση]], ήταν ιδρύτρια της πόλης Σμύρνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί για την ετυμολόγηση της λ. <i>σμύρνη</i> τήν συνδέουν με τον τ. [[μύρρα]] «[[ευώδης]] [[χυμός]], αρωματικό [[φυτό]]» και με το [[τοπωνύμιο]] <i>Σμύρνη</i>, το οποίο, όπως γίνεται δεκτό, γενικά, έχει ασκήσει [[επίδραση]] στον σχηματισμό του προσηγορικού. Σύμφωνα με μία [[άποψη]], η λ. <i>σμύρνη</i> προήλθε από το επίθ. <i>Σμυρναία</i>—[[κατά]] [[παράλειψη]] του [[μύρρα]]— στη [[φράση]] [[μύρρα]] Σμυρναία</i> «[[αρωματικός]] [[χυμός]] από τη Σμύρνη», πιθ. κατ' [[επίδραση]] του τοπωνυμίου <i>Σμύρνη</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. <i>σμύρνη</i> προήλθε από τη λ. [[μύρρα]] μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. (<i>σ</i>)<i>μυρρ</i>-<i>ίνᾱ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μύρρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίνη</i>, θηλ. του -<i>ινος</i>) με [[συγκοπή]] του -<i>ι</i>- και αρκτικό -<i>σ</i>-, το οποίο προέρχεται [[είτε]] από [[αναλογία]] [[προς]] ζεύγη τύπων, όπως [[σμικρός]] / [[μικρός]], [[είτε]] από [[επίδραση]] της λ. <i>Σμύρνη</i>].———————— <b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>βλ.</b> [[σμέρνα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σμύρνα:''' Ιων. σμύρνη, <i>ἡ</i>, όπως το [[μύρρα]], [[μύρο]], ρητινώδες [[κόμμι]] που προέρχεται από αραβικό δέντρο· χρησιμοποιείτο στην [[ταρίχευση]] των [[νεκρών]], σε Ηρόδ.· ονομάστηκε σμύρνης [[ἱδρώς]] από τον Ευρ.· χρησιμοποιείτο επίσης ως [[αλοιφή]], σε Αριστοφ.· και ως φαρμακευτικό [[σκεύασμα]], σε Ηρόδ. (ξέν. [[λέξη]]).
}}
}}