Anonymous

στεῦμαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(38)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>(αποθ.)</b> [[προσποιούμαι]], καμώνομαι ότι [[θέλω]] [[τάχα]] να [[κάνω]] [[κάτι]] ή [[υπόσχομαι]] ή και [[απειλώ]] ότι [[δήθεν]] θα [[κάνω]] [[κάτι]] («στεῡται γὰρ [[νηῶν]] ἀποκόψειν [[ἄκρα]] κόρυμβα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επικό ρ. σχηματισμένο από έναν τ. παρατατικού <i>στεῦτο</i>, ο [[οποίος]], [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει προέλθει (με ανομοιωτική [[αποβολή]] του -<i>s</i>-) από το αρχ. ινδ. <i>astosta</i>, αόρ. του ρ. <i>stauti</i> (<b>πρβλ.</b> και αβεστ. <i>stuy</i><i>ē</i>) με σημ. «[[υμνώ]], [[δοξάζω]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο ενεστ. <i>στεῦται</i> σχηματίστηκε απευθείας από έναν τ. της Βεδικής <i>stave</i>].
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>(αποθ.)</b> [[προσποιούμαι]], καμώνομαι ότι [[θέλω]] [[τάχα]] να [[κάνω]] [[κάτι]] ή [[υπόσχομαι]] ή και [[απειλώ]] ότι [[δήθεν]] θα [[κάνω]] [[κάτι]] («στεῡται γὰρ [[νηῶν]] ἀποκόψειν [[ἄκρα]] κόρυμβα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επικό ρ. σχηματισμένο από έναν τ. παρατατικού <i>στεῦτο</i>, ο [[οποίος]], [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει προέλθει (με ανομοιωτική [[αποβολή]] του -<i>s</i>-) από το αρχ. ινδ. <i>astosta</i>, αόρ. του ρ. <i>stauti</i> (<b>πρβλ.</b> και αβεστ. <i>stuy</i><i>ē</i>) με σημ. «[[υμνώ]], [[δοξάζω]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο ενεστ. <i>στεῦται</i> σχηματίστηκε απευθείας από έναν τ. της Βεδικής <i>stave</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στεῦμαι:''' αποθ., σε [[χρήση]] στον Όμηρ.· μόνο σε γʹ ενικ. ενεστ. και παρατ. <i>στεῦται</i>, <i>στεῦτο</i>, και [[άπαξ]], σε Αισχύλ.· γʹ πληθ. <i>στεῦνται</i>· με απαρ. μέλ. [[προσποιούμαι]] σαν να ήθελα να..., [[υπόσχομαι]] ή [[απειλώ]] ότι θα..., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, με απαρ. αορ., <i>στεῦται ἀκοῦσαι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, <i>στεῦται ἀμφιβαλεῖν</i>, σε Αισχύλ.· απόλ., <i>στεῦτο</i>, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}