Anonymous

στεῦμαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στεῦμαι:''' αποθ., σε [[χρήση]] στον Όμηρ.· μόνο σε γʹ ενικ. ενεστ. και παρατ. <i>στεῦται</i>, <i>στεῦτο</i>, και [[άπαξ]], σε Αισχύλ.· γʹ πληθ. <i>στεῦνται</i>· με απαρ. μέλ. [[προσποιούμαι]] σαν να ήθελα να..., [[υπόσχομαι]] ή [[απειλώ]] ότι θα..., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, με απαρ. αορ., <i>στεῦται ἀκοῦσαι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, <i>στεῦται ἀμφιβαλεῖν</i>, σε Αισχύλ.· απόλ., <i>στεῦτο</i>, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''στεῦμαι:''' αποθ., σε [[χρήση]] στον Όμηρ.· μόνο σε γʹ ενικ. ενεστ. και παρατ. <i>στεῦται</i>, <i>στεῦτο</i>, και [[άπαξ]], σε Αισχύλ.· γʹ πληθ. <i>στεῦνται</i>· με απαρ. μέλ. [[προσποιούμαι]] σαν να ήθελα να..., [[υπόσχομαι]] ή [[απειλώ]] ότι θα..., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, με απαρ. αορ., <i>στεῦται ἀκοῦσαι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, <i>στεῦται ἀμφιβαλεῖν</i>, σε Αισχύλ.· απόλ., <i>στεῦτο</i>, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''στεῦμαι:''' [[ἵστημι]] (только 3 л. sing. и pl. praes. и impf.)<br /><b class="num">1)</b> стоять, находиться: στεῦτο δὲ διψάων Hom. (Тантал) стоял томимый жаждой;<br /><b class="num">2)</b> утверждать, сулить (στεῦται γάρ τι [[ἔπος]] ἐρέειν Hom.): στεῦνται ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι Aesch. (жители Тмола) уверяют, что наденут ярмо рабства на Элладу; στεῦτ᾽ ἀγορεύων Τρωσὶ μαχήσεσθαι Hom. (Арей) дал клятву, что будет сражаться против троянцев.
}}
}}