Anonymous

σκίδνημι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκίδνημι:''' ισοδ. [[τύπος]] του [[σκεδάννυμι]], [[σκορπίζω]], [[διασκορπίζω]] — Παθ., [[σκίδναμαι]], μόνο σε ενεστ. και παρατ., σκορπίζομαι, διασκορπίζομαι, διαλύομαι, λέγεται για συναθροισμένο [[πλήθος]], όχλο, σε Όμηρο· λέγεται για αφρό ή αφρισμένο θαλασσινό [[κύμα]], ομοίως για [[σύννεφο]] σκόνης, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>σκιδναμένης Δημήτερος</i>, όταν σκορπίζονται στη γη οι κόκκοι των σιτηρών, δηλ. κατά την περίοδο της [[σποράς]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· [[ἅμα]] ἡλίῳ σκιδναμένῳ, όταν ο [[ήλιος]] αρχίζει να σκορπά το φως του, δηλ. λίγο [[μετά]] την [[ανατολή]] του ηλίου, στον ίδ.
|lsmtext='''σκίδνημι:''' ισοδ. [[τύπος]] του [[σκεδάννυμι]], [[σκορπίζω]], [[διασκορπίζω]] — Παθ., [[σκίδναμαι]], μόνο σε ενεστ. και παρατ., σκορπίζομαι, διασκορπίζομαι, διαλύομαι, λέγεται για συναθροισμένο [[πλήθος]], όχλο, σε Όμηρο· λέγεται για αφρό ή αφρισμένο θαλασσινό [[κύμα]], ομοίως για [[σύννεφο]] σκόνης, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>σκιδναμένης Δημήτερος</i>, όταν σκορπίζονται στη γη οι κόκκοι των σιτηρών, δηλ. κατά την περίοδο της [[σποράς]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· [[ἅμα]] ἡλίῳ σκιδναμένῳ, όταν ο [[ήλιος]] αρχίζει να σκορπά το φως του, δηλ. λίγο [[μετά]] την [[ανατολή]] του ηλίου, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκίδνημι [~ σκεδάννυμι] med. σκίδναμαι act. met acc. ( caus. ) uiteen doen gaan:. σκίδνησι καὶ πάλιν συνάγει hij (de godheid?) verstrooit en brengt weer samen (constructie onzeker) Heraclit. B 91. med.-pass. intrans. uiteengaan, zich verspreiden: van personen; οἳ … ἐσκίδναντο ἑὴν ἐπὶ νῆα ἕκαστος zij gingen uiteen, ieder naar zijn eigen schip Il. 19.277; κατὰ κλισίας τε νέας τε over hun tenten en schepen Il. 1.487; van zaken zich verspreiden, verstrooid raken; ( κρήνη ) ἀνὰ κῆπον … σκίδναται (de bron) sijpelt uit over de tuin Od. 7.130; ὀπὶ … σκιδναμένῃ door stem(geluid) dat in het rond klinkt Hes. Th. 42; ἅμα ἡλίῳ σκιδναμένῳ op het moment dat het zonlicht zich verspreidt Hdt. 8.23; geneesk. ook van pupillen zich verwijden.
}}
}}