Anonymous

στιβίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(38)
(6)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[στιμμίζω]].
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[στιμμίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στῐβίζομαι:''' Μέσ. ή Παθ., [[βάφω]] τις βλεφαρίδες και τα βλέφαρά μου με μαύρη [[βαφή]] ([[στίβι]]), σε Στράβ.
}}
}}