Anonymous

σποδίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[σποδός]]<br /><b>1.</b> [[ψήνω]] [[κάτι]] [[μέσα]] στη ζεστή [[στάχτη]] («[[μύρτα]] καὶ φηγοὺς σποδιοῡσι πρὸς τὸ πῡρ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καίω]], [[μεταβάλλω]] σε [[στάχτη]] («ἤ με κεραυνῷ σπόδισον [[ταχέως]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καψαλίζω]], [[τσουρουφλίζω]] («σποδίσαντες δὲ τὰς [[τρίχας]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>4.</b> έχω τεφρό [[χρώμα]].
|mltxt=Α [[σποδός]]<br /><b>1.</b> [[ψήνω]] [[κάτι]] [[μέσα]] στη ζεστή [[στάχτη]] («[[μύρτα]] καὶ φηγοὺς σποδιοῡσι πρὸς τὸ πῡρ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καίω]], [[μεταβάλλω]] σε [[στάχτη]] («ἤ με κεραυνῷ σπόδισον [[ταχέως]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καψαλίζω]], [[τσουρουφλίζω]] («σποδίσαντες δὲ τὰς [[τρίχας]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>4.</b> έχω τεφρό [[χρώμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σποδίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i> ([[σποδός]]), [[ψήνω]] ή [[φουρνίζω]] μέσα στις στάχτες, [[ψήνω]] στη [[χόβολη]], [[καβουρντίζω]], [[αποτεφρώνω]], [[κατακαίω]], [[μεταβάλλω]] σε στάχτες, σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}