σποδίζω

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σποδίζω Medium diacritics: σποδίζω Low diacritics: σποδίζω Capitals: ΣΠΟΔΙΖΩ
Transliteration A: spodízō Transliteration B: spodizō Transliteration C: spodizo Beta Code: spodi/zw

English (LSJ)

A roast or bake in ashes, μύρτα καὶ φηγοὺς πρὸς τὸ πῦρ σ. Pl.R. 372c; ἤ με κεραυνῷ.. σπόδισον burn me to ashes, Ar.V.329; σ. τὰς τρίχας singe, D.S.3.25.
II intr., to be ash-coloured, Dsc.5.152.
III dub. l. in Cratin.219 (σπύρθιζε cj. Kock).

German (Pape)

[Seite 923] in der Asche rösten, μύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῦσι προς τὸ πῦρ, Plat. Rep. II, 372 c; auch = zu Asche brennen, ἤ με κεραυνῷ σπόδισαν ταχέως, Ar. Vesp. 329; τὰς τρίχας, absengen, D. Sic. 3, 24; – aschfarbig sein (?).

French (Bailly abrégé)

1 cuire ou rôtir sous la cendre;
2 réduire en cendres.
Étymologie: σποδός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σποδίζω [σποδός] fut. σποδιῶ. in as roosteren. tot as reduceren:. κεραυνῷ met de bliksem Aristoph. Ve. 329.

Russian (Dvoretsky)

σποδίζω:
1 печь или жарить в золе Plat.;
2 обращать в пепел, испепелять (τινὰ κεραυνῷ Arph.);
3 опалять (τὰς τρίχας Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

σποδίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ψήνω ἐντὸς τῆς σποδοῦ, μύρτα καὶ φηγοὺς πρὸς τὸ πῦρ σπ. Πλάτ. Πολ. 372C· ἤ με κεραυνῷ.. σπόδισον, κατάκαυσόν με μέχρι τέφρας, «ὄπτησον, φλέξον» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Σφ. 329· σπ. τὰς τρίχας, κατακαίω, «τσουρουφλύζω», Διόδ. 3. 25· πρβλ. ποδίζω. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω χρῶμα τῆς τέφρας, Διοσκ. 5. 170.

Greek Monolingual

Α σποδός
1. ψήνω κάτι μέσα στη ζεστή στάχτημύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῦσι πρὸς τὸ πῡρ», Πλάτ.)
2. καίω, μεταβάλλω σε στάχτη («ἤ με κεραυνῷ σπόδισον ταχέως», Αριστοφ.)
3. καψαλίζω, τσουρουφλίζω («σποδίσαντες δὲ τὰς τρίχας», Διόδ.)
4. έχω τεφρό χρώμα.

Greek Monotonic

σποδίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ (σποδός), ψήνω ή φουρνίζω μέσα στις στάχτες, ψήνω στη χόβολη, καβουρντίζω, αποτεφρώνω, κατακαίω, μεταβάλλω σε στάχτες, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

σποδίζω, σποδός
to roast or bake in the ashes, burn to ashes, Ar., Plat.

Mantoulidis Etymological

(=ψήνω στή στάχτη, τσουρουφλίζω). Ἀπό τό οὐσ. σποδός (=μισοσβησμένη στάχτη, χόβολη, στάχτη νεκροῦ). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη σποδός.