Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στύραξ: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ακος, ο, ΝΑ, και [[στύραξ]], ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[στύρακας]].———————— <b>(II)</b><br />-ακος, ο, ΝΑ<br />(στην [[αρχαιότητα]]) το [[κάτω]] αιχμηρό [[άκρο]] του δόρατος το οποίο έμπηγαν στο [[έδαφος]], ο σταυρωτήρ<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοντάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>στῠρ</i>-<i>αξ</i> (με [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, <b>πρβλ.</b> <i>πίν</i>-<i>αξ</i>, <i>χάρ</i>-<i>αξ</i>) ανήκει, [[κατά]] μία [[άποψη]], στην [[οικογένεια]] του ρ. [[ἵστημι]] και έχει σχηματιστεί από τη λ. [[σταυρός]], [[αλλά]] με τον φωνηεντισμό τών τ. [[στῦλος]], [[στύω]], δηλ. από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στ</i>- με βραχύ το [[φωνήεν]] -<i>υ</i>- της παρέκτασης (<b>βλ. λ.</b> [[σταυρός]], [[στύλος]], [[στύω]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[στύραξ]] με σημ. «[[κοντάρι]]» προήλθε από τη λ. [[στύραξ]] (Ι) «[[είδος]] δέντρου» (<b>πρβλ.</b> τη φρ. <i>στυράκινα ἀκοντίσματα</i> «ακόντια κατασκευασμένα από [[ξύλο]] στύρακα»). Ανάλογη [[περίπτωση]] χρησιμοποίησης του ον. δένδρου για να δηλωθεί το όπλο που κατασκευαζόταν από το [[ξύλο]] του δένδρου [[αυτού]] έχουμε στη λ. [[μελία]]. Ωστόσο, [[πρόβλημα]] γεννά το [[γεγονός]] ότι το [[φυτό]] [[στύραξ]] εισήχθη στην [[Ελλάδα]] από τους Φοίνικες και δεν [[πρέπει]] να ήταν πολύ διαδομένο στην [[Ελλάδα]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ακος, ο, ΝΑ, και [[στύραξ]], ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[στύρακας]].———————— <b>(II)</b><br />-ακος, ο, ΝΑ<br />(στην [[αρχαιότητα]]) το [[κάτω]] αιχμηρό [[άκρο]] του δόρατος το οποίο έμπηγαν στο [[έδαφος]], ο σταυρωτήρ<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοντάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>στῠρ</i>-<i>αξ</i> (με [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, <b>πρβλ.</b> <i>πίν</i>-<i>αξ</i>, <i>χάρ</i>-<i>αξ</i>) ανήκει, [[κατά]] μία [[άποψη]], στην [[οικογένεια]] του ρ. [[ἵστημι]] και έχει σχηματιστεί από τη λ. [[σταυρός]], [[αλλά]] με τον φωνηεντισμό τών τ. [[στῦλος]], [[στύω]], δηλ. από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στ</i>- με βραχύ το [[φωνήεν]] -<i>υ</i>- της παρέκτασης (<b>βλ. λ.</b> [[σταυρός]], [[στύλος]], [[στύω]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[στύραξ]] με σημ. «[[κοντάρι]]» προήλθε από τη λ. [[στύραξ]] (Ι) «[[είδος]] δέντρου» (<b>πρβλ.</b> τη φρ. <i>στυράκινα ἀκοντίσματα</i> «ακόντια κατασκευασμένα από [[ξύλο]] στύρακα»). Ανάλογη [[περίπτωση]] χρησιμοποίησης του ον. δένδρου για να δηλωθεί το όπλο που κατασκευαζόταν από το [[ξύλο]] του δένδρου [[αυτού]] έχουμε στη λ. [[μελία]]. Ωστόσο, [[πρόβλημα]] γεννά το [[γεγονός]] ότι το [[φυτό]] [[στύραξ]] εισήχθη στην [[Ελλάδα]] από τους Φοίνικες και δεν [[πρέπει]] να ήταν πολύ διαδομένο στην [[Ελλάδα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στύραξ:''' (Α), -ᾰκος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[μοσχολίβανο]], αρωματικό [[ρετσίνι]] που χρησιμοποιείται ως [[θυμίαμα]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἡ</i>, δέντρο που παράγει αυτό το [[ρετσίνι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">• [[στύραξ]]:</b> (Β), -ᾰκος, ὁ, οξύ [[άκρο]] στο [[κάτω]] [[μέρος]] [[δόρατος]], [[λόγχη]], σε Ξεν., Πλάτ.
}}
}}