Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στύραξ: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στύραξ:''' (Α), -ᾰκος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[μοσχολίβανο]], αρωματικό [[ρετσίνι]] που χρησιμοποιείται ως [[θυμίαμα]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἡ</i>, δέντρο που παράγει αυτό το [[ρετσίνι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">• [[στύραξ]]:</b> (Β), -ᾰκος, ὁ, οξύ [[άκρο]] στο [[κάτω]] [[μέρος]] [[δόρατος]], [[λόγχη]], σε Ξεν., Πλάτ.
|lsmtext='''στύραξ:''' (Α), -ᾰκος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[μοσχολίβανο]], αρωματικό [[ρετσίνι]] που χρησιμοποιείται ως [[θυμίαμα]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἡ</i>, δέντρο που παράγει αυτό το [[ρετσίνι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">• [[στύραξ]]:</b> (Β), -ᾰκος, ὁ, οξύ [[άκρο]] στο [[κάτω]] [[μέρος]] [[δόρατος]], [[λόγχη]], σε Ξεν., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''στύραξ:''' ᾰκος (ῠ) ὁ, ион. ἡ стиракс<br /><b class="num">1)</b> растение, дающее благовонную смолу Her., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> благовонная смола, употреблявшаяся для курений Arst.<br />ᾰκος (ῠ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> досл. нижний конец копья, перен. древко Plat.;<br /><b class="num">2)</b> копье Xen., Plut.
}}
}}