3,277,121
edits
(38) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που περιστρέφεται, περιστρεφόμενος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[στρόβιλος]] ως επίθ.]. | |mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που περιστρέφεται, περιστρεφόμενος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[στρόβιλος]] ως επίθ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στροβῑλός:''' -ή, -όν ([[στρόβος]]), αυτός που περιδινίζεται, που περιστρέφεται, περιστρεφόμενος, στροβιλιζόμενος, σε Ανθ. | |||
}} | }} |