Anonymous

στροβιλός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στροβῑλός:''' -ή, -όν ([[στρόβος]]), αυτός που περιδινίζεται, που περιστρέφεται, περιστρεφόμενος, στροβιλιζόμενος, σε Ανθ.
|lsmtext='''στροβῑλός:''' -ή, -όν ([[στρόβος]]), αυτός που περιδινίζεται, που περιστρέφεται, περιστρεφόμενος, στροβιλιζόμενος, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στροβῑλός, ή, όν [[στρόβος]]<br />[[spinning]], whirling, Anth.
}}
}}