3,277,243
edits
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(στον <b>Αριστοφ.</b>) (κωμική λ.) (<b>[[κυρίως]] στη φρ.</b>) «οὐ δ' ἄν [[στριβιλικίγξ]]» — [[ούτε]] ελάχιστο, [[καθόλου]], [[τίποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, σχηματισμένος πιθ. «ποιητικῇ ἀδείᾳ», όπως δηλώνουν το [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i> (<b>πρβλ.</b> [[στρίγξ]], [[λίκιγξ]]) και η [[ομοιοκαταληξία]] τών συλλαβών σε -<i>ι</i>]. | |mltxt=Α<br />(στον <b>Αριστοφ.</b>) (κωμική λ.) (<b>[[κυρίως]] στη φρ.</b>) «οὐ δ' ἄν [[στριβιλικίγξ]]» — [[ούτε]] ελάχιστο, [[καθόλου]], [[τίποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, σχηματισμένος πιθ. «ποιητικῇ ἀδείᾳ», όπως δηλώνουν το [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i> (<b>πρβλ.</b> [[στρίγξ]], [[λίκιγξ]]) και η [[ομοιοκαταληξία]] τών συλλαβών σε -<i>ι</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στρῐβῐλῐκίγξ:''' κωμική [[λέξη]], <i>οὐδ' ἄν στρῐβῐλῐκίγξ</i>, [[ούτε]] κατ' ελάχιστον, [[ούτε]] γρυ, [[καθόλου]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |