Anonymous

στριβιλικίγξ: Difference between revisions

From LSJ
38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><i>dans la locution</i> οὐδ’ ἂν [[στριβιλικίγξ]] AR pas même un rien, pas un chouïa.<br />'''Étymologie:''' DELG invention pop. ou du poète.
|btext=<i>adv.</i><br /><i>dans la locution</i> οὐδ’ ἂν [[στριβιλικίγξ]] AR pas même un rien, pas un chouïa.<br />'''Étymologie:''' DELG invention pop. ou du poète.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(στον <b>Αριστοφ.</b>) (κωμική λ.) (<b>[[κυρίως]] στη φρ.</b>) «οὐ δ' ἄν [[στριβιλικίγξ]]» — [[ούτε]] ελάχιστο, [[καθόλου]], [[τίποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, σχηματισμένος πιθ. «ποιητικῇ ἀδείᾳ», όπως δηλώνουν το [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i> (<b>πρβλ.</b> [[στρίγξ]], [[λίκιγξ]]) και η [[ομοιοκαταληξία]] τών συλλαβών σε -<i>ι</i>].
}}
}}