Anonymous

συγκοιμάομαι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκοιμάομαι:''' Παθ., με μέλ. <i>-ήσομαι</i>, παρακ. <i>-κεκοίμημαι</i>· [[κοιμάμαι]] μαζί, [[πλαγιάζω]] με κάποιον, με δοτ., σε Ηρόδ., Τραγ.
|lsmtext='''συγκοιμάομαι:''' Παθ., με μέλ. <i>-ήσομαι</i>, παρακ. <i>-κεκοίμημαι</i>· [[κοιμάμαι]] μαζί, [[πλαγιάζω]] με κάποιον, με δοτ., σε Ηρόδ., Τραγ.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κοιμάομαι [σύν, κοιμάω] slapen met, naar bed gaan met, met dat.
}}
}}