Anonymous

σκέπτομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ και [[σκέφτομαι]] Ν<br /><b>1.</b> [[κάνω]] σκέψεις, [[διανοούμαι]], [[συλλογίζομαι]], [[διαλογίζομαι]], [[στοχάζομαι]] (α. «θα το σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ [[πολλάκις]] ἐσκεψάμην», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. του παθ. παρακμ.) <i>εσκεμμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που γίνεται [[μετά]] από [[σκέψη]], [[πρόθεση]] ή [[προμελέτη]], [[σκόπιμος]] (α. «πρόκειται για εσκεμμένη [[ενέργεια]]» β. «[[πάντα]] ἐσκεμμένα ἡτοίμασται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[κατά]] νου, [[προσχεδιάζω]], [[προτίθεμαι]], [[σκοπεύω]] (α. «[[σκέπτομαι]] να [[κάνω]] ένα [[ταξίδι]]» β. «[[σκέπτομαι]] να πουλήσω το [[οικόπεδο]]»)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] βυθισμένος σε σκέψεις, [[είμαι]] [[σκεπτικός]], [[είμαι]] συλλογισμένος («Αντώνη μου τί σκέφτεσαι κι' είσαι συλλογισμένος;», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σκέπτομαι]] άρα [[υπάρχω]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> η πρώτη [[πρόταση]] [[πάνω]] στην οποία στήριξε τη [[φιλοσοφία]] του ο [[Γάλλος]] [[φιλόσοφος]] Ντεκάρτ και προκάλεσε αποφασιστική [[στροφή]] στη νεώτερη [[σκέψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βλέπω]] [[ολόγυρα]], [[κυρίως]] [[μακριά]], έχοντας τα χέρια [[πάνω]] από τα μάτια, [[κατοπτεύω]] («σκεψάμενος δ' ἐς νῆα θοὴν ἅμα καὶ μεθ' ἑτέρους», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρατηρώ]], [[παρακολουθώ]] με [[προσοχή]], [[κατασκοπεύω]] («τοὺς... Καρχηδονίους ἐκβάντας σκέπτεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δίνω]] [[προσοχή]], [[προσέχω]] («σκέψασθε, παῑδες<br />οὐχ ὁρᾱθ'; ὥρα νέα, [[χελιδών]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εξετάζω]], [[ερευνώ]], [[διερευνώ]] («σκέπτεσθαι τῷ δακτύλῳ τι», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> [[στρέφω]] την [[προσοχή]] ή τη [[σκέψη]] μου σε [[κάτι]], [[παρατηρώ]] με [[σκέψη]], έχω ή [[λαμβάνω]] υπ' όψιν («σκέψασθε τὴν τύχην δυοῑν βροτοῑν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[κρίνω]], [[συμπεραίνω]] («σκέψασθαι ἀπὸ τῶν παίδων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[νομίζω]], [[υπολογίζω]] ότι [[κάτι]] [[είναι]] [[έτσι]] ή [[αλλιώς]] («καλλίω θάνατον σκεψάμενος ἀπαλλάτου τοῡ βίου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> [[προνοώ]] («σκεπτόμεθα τ'αναγκαῑ' ἑκάστης ἡμέρας», Φιλήμ.)<br /><b>9.</b> [[προετοιμάζω]], [[προμελετώ]], [[προσχεδιάζω]] («[[σκέπτομαι]] λόγους», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σκέπτομαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σκεπ</i>-<i>jομαι</i>, <b>πρβλ.</b> <i>κλέ</i>-<i>πτ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κλέπ</i>-<i>jω</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>spek</i>- «[[κατασκοπεύω]], [[παρατηρώ]] με [[προσοχή]]» (με [[αντιμετάθεση]] τών συμφώνων -<i>π</i>- και -<i>κ</i>-) και αντιστοιχεί με λατ. <i>specio</i> «[[βλέπω]], [[παρατηρώ]]» (από όπου προέρχονται πολλές λ. τών νεώτερων γλωσσών, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>speculate</i>, <i>special</i>, γαλλ. <i>spectateur</i>, <i>spectacle</i>, γερμ. <i>Spiegel</i> <b>κ.λπ.</b>), αρχ. ινδ. <i>paśyati</i> «[[βλέπω]]», γερμ. <i>spahen</i> «[[κατασκοπεύω]]». Το ρ. [[σκέπτομαι]] αποτελεί πιθ. παρ. κάποιου ονοματικού τ., αμάρτυρου στην Ελληνική (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>spaś</i>-, αβεστ. <i>spas</i>-). 'Εχει διατυπωθεί, [[επίσης]], η [[άποψη]] ότι η [[ρίζα]] <i>sp</i>-<i>ek</i>- ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>sep</i>- «[[ασχολούμαι]], [[τιμώ]]» του ρ. <i>ἕπω</i> (Ι) «[[ασχολούμαι]] με [[κάτι]]». Το ρ. [[σκέπτομαι]] χρησιμοποιείται με την ειδικότερη σημ. «[[προσπαθώ]] να δω [[κάτι]], [[κατασκοπεύω]]» (<b>πρβλ.</b> [[σκοπός]], [[σκοπή]], [[σκοπιά]]), απ' όπου προήλθε και η σημ. «[[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου, [[συλλογίζομαι]], [[εξετάζω]]» και [[έτσι]] διακρίνεται από τα συγγενή σημασιολογικώς ρ. [[βλέπω]] και <i>ὁρῶ</i>. Ο νεοελλ. τ. [[σκέφτομαι]], με [[τροπή]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>πτ</i>- σε -<i>φτ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[κλέπτης]]: [[κλέφτης]], [[πταίω]]: [[φταίω]]). Από το ρ. [[σκέπτομαι]], [[τέλος]], παράγεται πιθ. και ο τ. [[σκώψ]]].
|mltxt=ΝΑ και [[σκέφτομαι]] Ν<br /><b>1.</b> [[κάνω]] σκέψεις, [[διανοούμαι]], [[συλλογίζομαι]], [[διαλογίζομαι]], [[στοχάζομαι]] (α. «θα το σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ [[πολλάκις]] ἐσκεψάμην», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. του παθ. παρακμ.) <i>εσκεμμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που γίνεται [[μετά]] από [[σκέψη]], [[πρόθεση]] ή [[προμελέτη]], [[σκόπιμος]] (α. «πρόκειται για εσκεμμένη [[ενέργεια]]» β. «[[πάντα]] ἐσκεμμένα ἡτοίμασται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[κατά]] νου, [[προσχεδιάζω]], [[προτίθεμαι]], [[σκοπεύω]] (α. «[[σκέπτομαι]] να [[κάνω]] ένα [[ταξίδι]]» β. «[[σκέπτομαι]] να πουλήσω το [[οικόπεδο]]»)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] βυθισμένος σε σκέψεις, [[είμαι]] [[σκεπτικός]], [[είμαι]] συλλογισμένος («Αντώνη μου τί σκέφτεσαι κι' είσαι συλλογισμένος;», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σκέπτομαι]] άρα [[υπάρχω]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> η πρώτη [[πρόταση]] [[πάνω]] στην οποία στήριξε τη [[φιλοσοφία]] του ο [[Γάλλος]] [[φιλόσοφος]] Ντεκάρτ και προκάλεσε αποφασιστική [[στροφή]] στη νεώτερη [[σκέψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βλέπω]] [[ολόγυρα]], [[κυρίως]] [[μακριά]], έχοντας τα χέρια [[πάνω]] από τα μάτια, [[κατοπτεύω]] («σκεψάμενος δ' ἐς νῆα θοὴν ἅμα καὶ μεθ' ἑτέρους», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρατηρώ]], [[παρακολουθώ]] με [[προσοχή]], [[κατασκοπεύω]] («τοὺς... Καρχηδονίους ἐκβάντας σκέπτεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δίνω]] [[προσοχή]], [[προσέχω]] («σκέψασθε, παῑδες<br />οὐχ ὁρᾱθ'; ὥρα νέα, [[χελιδών]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εξετάζω]], [[ερευνώ]], [[διερευνώ]] («σκέπτεσθαι τῷ δακτύλῳ τι», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> [[στρέφω]] την [[προσοχή]] ή τη [[σκέψη]] μου σε [[κάτι]], [[παρατηρώ]] με [[σκέψη]], έχω ή [[λαμβάνω]] υπ' όψιν («σκέψασθε τὴν τύχην δυοῑν βροτοῑν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[κρίνω]], [[συμπεραίνω]] («σκέψασθαι ἀπὸ τῶν παίδων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[νομίζω]], [[υπολογίζω]] ότι [[κάτι]] [[είναι]] [[έτσι]] ή [[αλλιώς]] («καλλίω θάνατον σκεψάμενος ἀπαλλάτου τοῡ βίου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> [[προνοώ]] («σκεπτόμεθα τ'αναγκαῑ' ἑκάστης ἡμέρας», Φιλήμ.)<br /><b>9.</b> [[προετοιμάζω]], [[προμελετώ]], [[προσχεδιάζω]] («[[σκέπτομαι]] λόγους», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σκέπτομαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σκεπ</i>-<i>jομαι</i>, <b>πρβλ.</b> <i>κλέ</i>-<i>πτ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κλέπ</i>-<i>jω</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>spek</i>- «[[κατασκοπεύω]], [[παρατηρώ]] με [[προσοχή]]» (με [[αντιμετάθεση]] τών συμφώνων -<i>π</i>- και -<i>κ</i>-) και αντιστοιχεί με λατ. <i>specio</i> «[[βλέπω]], [[παρατηρώ]]» (από όπου προέρχονται πολλές λ. τών νεώτερων γλωσσών, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>speculate</i>, <i>special</i>, γαλλ. <i>spectateur</i>, <i>spectacle</i>, γερμ. <i>Spiegel</i> <b>κ.λπ.</b>), αρχ. ινδ. <i>paśyati</i> «[[βλέπω]]», γερμ. <i>spahen</i> «[[κατασκοπεύω]]». Το ρ. [[σκέπτομαι]] αποτελεί πιθ. παρ. κάποιου ονοματικού τ., αμάρτυρου στην Ελληνική (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>spaś</i>-, αβεστ. <i>spas</i>-). 'Εχει διατυπωθεί, [[επίσης]], η [[άποψη]] ότι η [[ρίζα]] <i>sp</i>-<i>ek</i>- ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>sep</i>- «[[ασχολούμαι]], [[τιμώ]]» του ρ. <i>ἕπω</i> (Ι) «[[ασχολούμαι]] με [[κάτι]]». Το ρ. [[σκέπτομαι]] χρησιμοποιείται με την ειδικότερη σημ. «[[προσπαθώ]] να δω [[κάτι]], [[κατασκοπεύω]]» (<b>πρβλ.</b> [[σκοπός]], [[σκοπή]], [[σκοπιά]]), απ' όπου προήλθε και η σημ. «[[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου, [[συλλογίζομαι]], [[εξετάζω]]» και [[έτσι]] διακρίνεται από τα συγγενή σημασιολογικώς ρ. [[βλέπω]] και <i>ὁρῶ</i>. Ο νεοελλ. τ. [[σκέφτομαι]], με [[τροπή]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>πτ</i>- σε -<i>φτ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[κλέπτης]]: [[κλέφτης]], [[πταίω]]: [[φταίω]]). Από το ρ. [[σκέπτομαι]], [[τέλος]], παράγεται πιθ. και ο τ. [[σκώψ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκέπτομαι:''' (στην Αττ. το <i>σκοπῶ</i> ή <i>σκοποῦμαι</i> χρησιμ. ως ενεστ.), μέλ. <i>σκέψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσκεψάμην</i>, παρακ. [[ἔσκεμμαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[κοιτάζω]] [[τριγύρω]], [[παρατηρώ]] με [[προσοχή]], ακολουθ. από πρόθ. <i>εἰς</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με αιτ., [[προσέχω]], [[επιτηρώ]], [[φυλάσσω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., [[εξετάζω]], [[παρατηρώ]] προσεκτικά, [[κατασκοπεύω]], σε Ηρόδ.· λέγεται για τον νου, [[παρατηρώ]] με τον νου, [[θεωρώ]], [[εξετάζω]], [[λαμβάνω]] υπ' όψιν, [[συλλογίζομαι]], [[στοχάζομαι]], [[διαλογίζομαι]], σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">1.</b> <i>σκέψασθε δέ</i>, μόνον σκεφθείτε, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκέφτομαι]] εκ των προτέρων, [[προνοώ]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> παρακ. επίσης με Παθ. [[σημασία]], <i>ἐσκεμμένα</i>, ζητήματα υπολογισμένα, μετρημένα εκ των προτέρων, σε Θουκ.· (σε διάλογο), σκοπεῖτε [[οὖν]]. Απάντ. <i>ἔσκεπται</i>, σε Πλάτ.· ομοίως γʹ ενικ. Παθ. μέλ. (συντελεσμένου) <i>ἐσκέψεται</i>, στον ίδ.
}}
}}