Anonymous

σκέπτομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκέπτομαι:''' (στην Αττ. το <i>σκοπῶ</i> ή <i>σκοποῦμαι</i> χρησιμ. ως ενεστ.), μέλ. <i>σκέψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσκεψάμην</i>, παρακ. [[ἔσκεμμαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[κοιτάζω]] [[τριγύρω]], [[παρατηρώ]] με [[προσοχή]], ακολουθ. από πρόθ. <i>εἰς</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με αιτ., [[προσέχω]], [[επιτηρώ]], [[φυλάσσω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., [[εξετάζω]], [[παρατηρώ]] προσεκτικά, [[κατασκοπεύω]], σε Ηρόδ.· λέγεται για τον νου, [[παρατηρώ]] με τον νου, [[θεωρώ]], [[εξετάζω]], [[λαμβάνω]] υπ' όψιν, [[συλλογίζομαι]], [[στοχάζομαι]], [[διαλογίζομαι]], σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">1.</b> <i>σκέψασθε δέ</i>, μόνον σκεφθείτε, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκέφτομαι]] εκ των προτέρων, [[προνοώ]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> παρακ. επίσης με Παθ. [[σημασία]], <i>ἐσκεμμένα</i>, ζητήματα υπολογισμένα, μετρημένα εκ των προτέρων, σε Θουκ.· (σε διάλογο), σκοπεῖτε [[οὖν]]. Απάντ. <i>ἔσκεπται</i>, σε Πλάτ.· ομοίως γʹ ενικ. Παθ. μέλ. (συντελεσμένου) <i>ἐσκέψεται</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''σκέπτομαι:''' (στην Αττ. το <i>σκοπῶ</i> ή <i>σκοποῦμαι</i> χρησιμ. ως ενεστ.), μέλ. <i>σκέψομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσκεψάμην</i>, παρακ. [[ἔσκεμμαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[κοιτάζω]] [[τριγύρω]], [[παρατηρώ]] με [[προσοχή]], ακολουθ. από πρόθ. <i>εἰς</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με αιτ., [[προσέχω]], [[επιτηρώ]], [[φυλάσσω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., [[εξετάζω]], [[παρατηρώ]] προσεκτικά, [[κατασκοπεύω]], σε Ηρόδ.· λέγεται για τον νου, [[παρατηρώ]] με τον νου, [[θεωρώ]], [[εξετάζω]], [[λαμβάνω]] υπ' όψιν, [[συλλογίζομαι]], [[στοχάζομαι]], [[διαλογίζομαι]], σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">1.</b> <i>σκέψασθε δέ</i>, μόνον σκεφθείτε, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκέφτομαι]] εκ των προτέρων, [[προνοώ]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> παρακ. επίσης με Παθ. [[σημασία]], <i>ἐσκεμμένα</i>, ζητήματα υπολογισμένα, μετρημένα εκ των προτέρων, σε Θουκ.· (σε διάλογο), σκοπεῖτε [[οὖν]]. Απάντ. <i>ἔσκεπται</i>, σε Πλάτ.· ομοίως γʹ ενικ. Παθ. μέλ. (συντελεσμένου) <i>ἐσκέψεται</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκέπτομαι:''' (fut. σκέψομαι, aor. ἐσκεψάμην, pf. - тж. в знач. pass. - [[ἔσκεμμαι]], aor. pass. ἐσκέφθην, fut. 3 ἐσκέψομαι)<br /><b class="num">1)</b> смотреть, глядеть, взирать (τι и τινα Hom., Her., Aesch., Xen.): σ. ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων Hom. следить за свистом стрел и гудением копий;<br /><b class="num">2)</b> разведывать, разузнавать (σκέψασθαι τί εἴη τὸ [[κωλῦον]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> рассматривать, исследовать, размышлять (σκέψαι [[τοῦτο]] [[πρῶτον]] Soph.; πρὸς ἑαυτόν τι σκεψάμενος Plat.);<br /><b class="num">4)</b> умозаключать, судить: σκέψασθε δέ Thuc. рассудите сами; ἐκ [[τῶνδε]] σκέψαι Xen. суди вот по чему;<br /><b class="num">5)</b> рассматривать, считать (καλλίω τι σ. Plat.);<br /><b class="num">6)</b> заранее обдумывать, предусматривать, готовить (в ответ) (λόγους Dem.; τὰ ἀναγκαῖα Men.): πάντα [[ἡμῖν]] ἐσκεμμένα (pass.) ἡτοίμασται Thuc. все у нас предусмотрено и подготовлено.
}}
}}