Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκυρέω: Difference between revisions

From LSJ
6
(Autenrieth)
(6)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. opt. συγκύρσειαν: [[hit]] or [[strike]] [[together]], Il. 23.435†.
|auten=aor. opt. συγκύρσειαν: [[hit]] or [[strike]] [[together]], Il. 23.435†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκῠρέω:''' αόρ. αʹ <i>-εκύρησα</i> και <i>-έκυρσα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συμβαίνω]] κατά [[τύχη]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[συναντώ]] [[κάτι]] δυσάρεστο, [[παθαίνω]] [[ατύχημα]], <i>συγκύρσαι τύχῃ</i>, σε Σοφ.· <i>εἰς ἓν μοίρας ξυνέκυρσας</i>, περικλείεσαι στην [[ίδια]] [[μοίρα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με μτχ. όπως το [[τυγχάνω]], συνεκύρησε παραπεσοῦσα [[νηῦς]], που κατά [[τύχη]] συνέπεσε, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για γεγονότα και συμβάντα, όπως το [[συμβαίνω]], [[συμβαίνω]] κατά [[τύχη]], [[τυχαίνω]], στον ίδ., σε Ευρ.· απρόσ., με απαρ., συνεκύρησε [[γενέσθαι]], συνέβη ώστε να..., σε Ηρόδ.· ομοίως, στην Παθ., <i>τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για τόπους, είμαι [[γειτονικός]] με κάποιον [[τόπο]], [[γειτνιάζω]], [[συνορεύω]], <i>τινί</i>, σε Πολύβ.
}}
}}