Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκυρέω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκῠρέω:''' αόρ. αʹ <i>-εκύρησα</i> και <i>-έκυρσα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συμβαίνω]] κατά [[τύχη]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[συναντώ]] [[κάτι]] δυσάρεστο, [[παθαίνω]] [[ατύχημα]], <i>συγκύρσαι τύχῃ</i>, σε Σοφ.· <i>εἰς ἓν μοίρας ξυνέκυρσας</i>, περικλείεσαι στην [[ίδια]] [[μοίρα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με μτχ. όπως το [[τυγχάνω]], συνεκύρησε παραπεσοῦσα [[νηῦς]], που κατά [[τύχη]] συνέπεσε, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για γεγονότα και συμβάντα, όπως το [[συμβαίνω]], [[συμβαίνω]] κατά [[τύχη]], [[τυχαίνω]], στον ίδ., σε Ευρ.· απρόσ., με απαρ., συνεκύρησε [[γενέσθαι]], συνέβη ώστε να..., σε Ηρόδ.· ομοίως, στην Παθ., <i>τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για τόπους, είμαι [[γειτονικός]] με κάποιον [[τόπο]], [[γειτνιάζω]], [[συνορεύω]], <i>τινί</i>, σε Πολύβ.
|lsmtext='''συγκῠρέω:''' αόρ. αʹ <i>-εκύρησα</i> και <i>-έκυρσα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συμβαίνω]] κατά [[τύχη]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[συναντώ]] [[κάτι]] δυσάρεστο, [[παθαίνω]] [[ατύχημα]], <i>συγκύρσαι τύχῃ</i>, σε Σοφ.· <i>εἰς ἓν μοίρας ξυνέκυρσας</i>, περικλείεσαι στην [[ίδια]] [[μοίρα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με μτχ. όπως το [[τυγχάνω]], συνεκύρησε παραπεσοῦσα [[νηῦς]], που κατά [[τύχη]] συνέπεσε, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για γεγονότα και συμβάντα, όπως το [[συμβαίνω]], [[συμβαίνω]] κατά [[τύχη]], [[τυχαίνω]], στον ίδ., σε Ευρ.· απρόσ., με απαρ., συνεκύρησε [[γενέσθαι]], συνέβη ώστε να..., σε Ηρόδ.· ομοίως, στην Παθ., <i>τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκυρημένον</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για τόπους, είμαι [[γειτονικός]] με κάποιον [[τόπο]], [[γειτνιάζω]], [[συνορεύω]], <i>τινί</i>, σε Πολύβ.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κυρέω tegen elkaar stoten of botsen:; μή πως συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι opdat de eenhoevige paarden niet op de een of andere manier tegen elkaar zouden botsen op de weg Il. 23.435; met dat., met εἰς + acc. stuiten op, oplopen tegen; van plaatsen grenzen aan, met πρός + acc.. Plut. Arist. 11.7. gebeuren, treffen, overkomen, met dat..; πόθεν μοι συνέκυρσ ’ ἀδόκητος ἡδονά; vanwaar is mij een onverwacht plezier overkomen? Eur. Ion 1448 ( lyr. ); met pred. ptc..; συνέκυρσε κατὰ τύχην παραπεσοῦσα νηῦς bij toeval gebeurde het dat het schip in de weg kwam te liggen Hdt. 8.87.3; onpers., met inf.. τῆς... αὐτῆς ἡμέρης... συνεκύρησε γενέσθαι ( sc. τρῶμα ) καὶ ἐν Μυκάλῃ op dezelfde dag (waarop x plaatsvond) wilde het geval dat ook (de nederlaag) in Mycale... plaatsvond Hdt. 9.90.1.
}}
}}