Anonymous

συγκεράννυμι: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[συγκεραννύω]].
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[συγκεραννύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκεράννῡμι:''' ή -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ], παρακ. <i>-κέκρᾰκα</i> — Παθ., μέλ. <i>-κραθήσομαι</i>, αόρ. αʹ -εκράθην [ᾱ], Ιων. <i>-εκρήθην</i>· παρακ. <i>-κέκρᾱμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αναμειγνύω]] μαζί με, [[ανακατεύω]] μαζί, [[συνταιριάζω]] με, κάνω [[χαρμάνι]] από, [[διαλύω]] με το [[ανακάτεμα]], <i>τί τινι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναμειγνύω]], [[ανακατεύω]], [[ανακατώνω]] [[πολλά]], στον ίδ.· ἐξ ἀμφοτέρων [[ξυγκεράννυμι]], κάνω ένα [[μείγμα]] από [[δύο]] υλικά, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αναμειγνύω]], [[συνθέτω]], [[συνάπτω]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., είμαι αναμεμειγμένος, ανακατεμένος μαζί με, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για φιλίες, φιλικές σχέσεις, σχηματίζομαι μέσω στενής σύνδεσης, σχέσης, σε Ηρόδ. — Μέσ., συγκεράσασθαι [[φιλίαν]], [[συνάπτω]] [[στενή]] φιλική [[σχέση]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, είμαι [[στενά]] συνδεδεμένος με, <i>τινι</i>, σε Ξεν.· εμπλέκομαι, σχετίζομαι με τη [[δυστυχία]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>οἴκτῳ συγκεκραμένη</i>, αυτή που πάσχει [[σοβαρά]] από..., στον ίδ.
}}
}}