Anonymous

συγκεράννυμι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκεράννῡμι:''' ή -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ], παρακ. <i>-κέκρᾰκα</i> — Παθ., μέλ. <i>-κραθήσομαι</i>, αόρ. αʹ -εκράθην [ᾱ], Ιων. <i>-εκρήθην</i>· παρακ. <i>-κέκρᾱμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αναμειγνύω]] μαζί με, [[ανακατεύω]] μαζί, [[συνταιριάζω]] με, κάνω [[χαρμάνι]] από, [[διαλύω]] με το [[ανακάτεμα]], <i>τί τινι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναμειγνύω]], [[ανακατεύω]], [[ανακατώνω]] [[πολλά]], στον ίδ.· ἐξ ἀμφοτέρων [[ξυγκεράννυμι]], κάνω ένα [[μείγμα]] από [[δύο]] υλικά, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αναμειγνύω]], [[συνθέτω]], [[συνάπτω]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., είμαι αναμεμειγμένος, ανακατεμένος μαζί με, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για φιλίες, φιλικές σχέσεις, σχηματίζομαι μέσω στενής σύνδεσης, σχέσης, σε Ηρόδ. — Μέσ., συγκεράσασθαι [[φιλίαν]], [[συνάπτω]] [[στενή]] φιλική [[σχέση]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, είμαι [[στενά]] συνδεδεμένος με, <i>τινι</i>, σε Ξεν.· εμπλέκομαι, σχετίζομαι με τη [[δυστυχία]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>οἴκτῳ συγκεκραμένη</i>, αυτή που πάσχει [[σοβαρά]] από..., στον ίδ.
|lsmtext='''συγκεράννῡμι:''' ή -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ], παρακ. <i>-κέκρᾰκα</i> — Παθ., μέλ. <i>-κραθήσομαι</i>, αόρ. αʹ -εκράθην [ᾱ], Ιων. <i>-εκρήθην</i>· παρακ. <i>-κέκρᾱμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αναμειγνύω]] μαζί με, [[ανακατεύω]] μαζί, [[συνταιριάζω]] με, κάνω [[χαρμάνι]] από, [[διαλύω]] με το [[ανακάτεμα]], <i>τί τινι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναμειγνύω]], [[ανακατεύω]], [[ανακατώνω]] [[πολλά]], στον ίδ.· ἐξ ἀμφοτέρων [[ξυγκεράννυμι]], κάνω ένα [[μείγμα]] από [[δύο]] υλικά, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αναμειγνύω]], [[συνθέτω]], [[συνάπτω]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., είμαι αναμεμειγμένος, ανακατεμένος μαζί με, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για φιλίες, φιλικές σχέσεις, σχηματίζομαι μέσω στενής σύνδεσης, σχέσης, σε Ηρόδ. — Μέσ., συγκεράσασθαι [[φιλίαν]], [[συνάπτω]] [[στενή]] φιλική [[σχέση]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, είμαι [[στενά]] συνδεδεμένος με, <i>τινι</i>, σε Ξεν.· εμπλέκομαι, σχετίζομαι με τη [[δυστυχία]], σε Σοφ. κ.λπ.· <i>οἴκτῳ συγκεκραμένη</i>, αυτή που πάσχει [[σοβαρά]] από..., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκεράννῡμι:''' (fut. συγκεράσω, pf. συγκέκρᾱκα; pass.: fut. συγκρᾱθήσομαι, aor. 1 συνεκράθην с ᾱ - ион. [[συνεκρήθην]], тж. συνεκεράσθην, pf. συγκέκρᾱμαι)<br /><b class="num">1)</b> подмешивать, примешивать (τὴν ἡδονὴν λύπῃ Plat.; τὸ πικρὸν μέλιτι Anth.);<br /><b class="num">2)</b> смешивать (τὰ πολλὰ εἰς ἕν Plat.; χυμὸς συγκραθείς Arst.; [[κρᾶσις]] ἀπὸ τῆς ἡδονῆς συγκεκραμένη καὶ τῆς λυπης Plat.): ἐξ ἀμφοτέρων ξ. Plat. делать смесь из обоих элементов; τὰ συγκεκραμένα ἄλγη Aesch. смесь (различных) бедствий;<br /><b class="num">3)</b> смешивать в надлежащем соотношении, т. е. строить соразмерно (τὸ [[σῶμα]] NT);<br /><b class="num">4)</b> (о взаимоотношениях) тж. med. устанавливать, заключать (Κυρηναίοισι ἐς Σαμίους φιλίαι συνεκρήθησαν Her.): τὴν πρός τινα [[φιλίαν]] συγκεράσασθαι Her. завязать дружбу с кем-л.; τοῖς ἡλικιώταις συγκεράννυσθαι Xen. входить в сношения со сверстниками; συγκρατεὶς δι᾽ ἔρωτος πρός τινα Plut. влюбленный в кого-л.; οἴκτῳ συγκεκραμένος Soph. погруженный в скорбь; συγκεράσασθαι δύᾳ Soph. быть постигнутым бедой; συγκεκραμένος τῇ πίστει τοῖς ἀκούσασιν NT внушивший слушателям веру (в свои слова).
}}
}}