Anonymous

σκορπίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ, και [[σκροπίζω]] Ν<br /><b>1.</b> [[διαλύω]] ένα [[σύνολο]] στα μέρη που το συγκροτούν και τά [[πετώ]] εδώ και [[εκεί]], [[σκορπώ]], [[διασκορπίζω]], [[διασπείρω]] (α. «να μάσω τα μπουλούκια μου που τά 'χω σκορπισμένα», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «τοὺς δ' ὄρνεις ἐπιστάντας τὰ μὲν ἐσθίειν τὰ δὲ σκορπίζειν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δαπανώ]] αλόγιστα και άσκοπα, [[κατασπαταλώ]] («σκόρπισε όλη την πατρική [[περιουσία]] στα γλέντια»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κομματιάζω]], [[σπάζω]] («ο Ρώκριτος... σωπαίνει και το [[λαγούτο]] σκόρπισεν εις [[εκατό]] κομμάτια», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) διαλύομαι, διασκορπίζομαι («ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε», δημ. [[τραγούδι]])<br />β) συντρίβομαι σε τεμάχια, [[γίνομαι]] κομμάτια<br />γ) [[χάνω]] τη [[συνοχή]] μου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[διαχέω]], [[εκπέμπω]], [[αναδίδω]] (α. «τα λουλούδια που έφερες σκόρπισαν ένα [[γλυκό]] [[άρωμα]] στο [[δωμάτιο]]» β. «το [[βιολί]] σκόρπισε ήχους γλυκούς σε όλη την [[αίθουσα]]» γ. «ίσκιο βαρύν εσκόρπισε θανάτου η [[εμορφιά]] σου», Γρυπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε [[σκόνη]], κονιορτοποιώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[σκορπίος]] με σημ. «[[είδος]] καταπέλτη, πολεμικής μηχανής για [[εκτόξευση]] βελών» (<b>βλ. λ.</b> [[σκορπιός]]). Ο νεοελλ. τ. [[σκορπώ]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἐσκόρπισα</i>, αόρ. του [[σκορπίζω]] [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἐχάλασα</i>: [[χαλώ]]].
|mltxt=ΝΑ, και [[σκροπίζω]] Ν<br /><b>1.</b> [[διαλύω]] ένα [[σύνολο]] στα μέρη που το συγκροτούν και τά [[πετώ]] εδώ και [[εκεί]], [[σκορπώ]], [[διασκορπίζω]], [[διασπείρω]] (α. «να μάσω τα μπουλούκια μου που τά 'χω σκορπισμένα», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «τοὺς δ' ὄρνεις ἐπιστάντας τὰ μὲν ἐσθίειν τὰ δὲ σκορπίζειν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δαπανώ]] αλόγιστα και άσκοπα, [[κατασπαταλώ]] («σκόρπισε όλη την πατρική [[περιουσία]] στα γλέντια»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κομματιάζω]], [[σπάζω]] («ο Ρώκριτος... σωπαίνει και το [[λαγούτο]] σκόρπισεν εις [[εκατό]] κομμάτια», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) διαλύομαι, διασκορπίζομαι («ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε», δημ. [[τραγούδι]])<br />β) συντρίβομαι σε τεμάχια, [[γίνομαι]] κομμάτια<br />γ) [[χάνω]] τη [[συνοχή]] μου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[διαχέω]], [[εκπέμπω]], [[αναδίδω]] (α. «τα λουλούδια που έφερες σκόρπισαν ένα [[γλυκό]] [[άρωμα]] στο [[δωμάτιο]]» β. «το [[βιολί]] σκόρπισε ήχους γλυκούς σε όλη την [[αίθουσα]]» γ. «ίσκιο βαρύν εσκόρπισε θανάτου η [[εμορφιά]] σου», Γρυπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε [[σκόνη]], κονιορτοποιώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[σκορπίος]] με σημ. «[[είδος]] καταπέλτη, πολεμικής μηχανής για [[εκτόξευση]] βελών» (<b>βλ. λ.</b> [[σκορπιός]]). Ο νεοελλ. τ. [[σκορπώ]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἐσκόρπισα</i>, αόρ. του [[σκορπίζω]] [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἐχάλασα</i>: [[χαλώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκορπίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[σκορπίζω]], [[διασκορπίζω]], [[διαχωρίζω]], σε Στράβ., Κ.Δ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}