Anonymous

συγκύπτω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[κύπτω]]<br /><b>1.</b> [[σκύβω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] και [[προς]] τα [[κάτω]] και [[ενώνω]] το [[κεφάλι]] μου με το [[κεφάλι]] άλλων<br /><b>2.</b> [[πλησιάζω]] [[κάτι]] σκύβοντας<br /><b>3.</b> [[γέρνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[καμπουριάζω]] σαν να [[είμαι]] πολύ φορτωμένος<br /><b>4.</b> [[κλίνω]] καταφατικά το [[κεφάλι]] μου και εγώ [[μαζί]] με άλλους, [[συγκατανεύω]]<br /><b>5.</b> [[εργάζομαι]] σκληρά, [[κοπιάζω]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[συμπράττω]] [[μετά]] από [[συμφωνία]] («οἱ γὰρ κακοῡντες τὰ κοινὰ συγκύψαντες ποιεῡσι», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=Α [[κύπτω]]<br /><b>1.</b> [[σκύβω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] και [[προς]] τα [[κάτω]] και [[ενώνω]] το [[κεφάλι]] μου με το [[κεφάλι]] άλλων<br /><b>2.</b> [[πλησιάζω]] [[κάτι]] σκύβοντας<br /><b>3.</b> [[γέρνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[καμπουριάζω]] σαν να [[είμαι]] πολύ φορτωμένος<br /><b>4.</b> [[κλίνω]] καταφατικά το [[κεφάλι]] μου και εγώ [[μαζί]] με άλλους, [[συγκατανεύω]]<br /><b>5.</b> [[εργάζομαι]] σκληρά, [[κοπιάζω]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[συμπράττω]] [[μετά]] από [[συμφωνία]] («οἱ γὰρ κακοῡντες τὰ κοινὰ συγκύψαντες ποιεῡσι», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σκύβω]] προς τα [[εμπρός]], γέρνω και [[απλώνω]] το [[κεφάλι]] μου, ώστε να συναντήσει τα κεφάλια των άλλων, σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>συγκύψαντες ποιοῦσι</i>, το έκαναν σε [[συνεννόηση]], συνωμοτώντας, σε Ηρόδ.· <i>ἐςἕν ἐστι συγκεκυφός</i>, [[ενεργώ]] [[κατόπιν]] συνεννοήσεως, σε Αριστ.· γενικά, [[παρατάσσω]] μαζί, [[σκύβω]] προς το εσωτερικό, λέγεται για πτέρυγες στρατεύματος, σε Ξεν.
}}
}}