Anonymous

συγκύπτω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σκύβω]] προς τα [[εμπρός]], γέρνω και [[απλώνω]] το [[κεφάλι]] μου, ώστε να συναντήσει τα κεφάλια των άλλων, σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>συγκύψαντες ποιοῦσι</i>, το έκαναν σε [[συνεννόηση]], συνωμοτώντας, σε Ηρόδ.· <i>ἐςἕν ἐστι συγκεκυφός</i>, [[ενεργώ]] [[κατόπιν]] συνεννοήσεως, σε Αριστ.· γενικά, [[παρατάσσω]] μαζί, [[σκύβω]] προς το εσωτερικό, λέγεται για πτέρυγες στρατεύματος, σε Ξεν.
|lsmtext='''συγκύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σκύβω]] προς τα [[εμπρός]], γέρνω και [[απλώνω]] το [[κεφάλι]] μου, ώστε να συναντήσει τα κεφάλια των άλλων, σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>συγκύψαντες ποιοῦσι</i>, το έκαναν σε [[συνεννόηση]], συνωμοτώντας, σε Ηρόδ.· <i>ἐςἕν ἐστι συγκεκυφός</i>, [[ενεργώ]] [[κατόπιν]] συνεννοήσεως, σε Αριστ.· γενικά, [[παρατάσσω]] μαζί, [[σκύβω]] προς το εσωτερικό, λέγεται για πτέρυγες στρατεύματος, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κύπτω de hoofden naar elkaar buigen, samen ineenduiken; milit. naar elkaar toe buigen; ὁπότε... συγκύπτοι τὰ κέρατα telkens als de flanken (van het leger) naar elkaar toe bogen Xen. An. 3.4.21; overdr. de koppen bij elkaar steken, gaan samenwerken:. συγκύψαντες in samenwerking Hdt.; τοῦτο … εἰς ἕν ἐστι συγκεκυφός ‘dit alles vormt één blok’ Aristoph. Eccl. 854. gebogen of krom zijn:. ἦν συγκύπτουσα ze was kromgebogen (liep krom) NT Luc. 13.11.
}}
}}