Anonymous

σύμπλοος: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />qui navigue ensemble ; ὁ [[σύμπλους]] compagnon de traversée ; <i>p. ext.</i> compagnon qui s’associe à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[συμπλέω]].
|btext=οος, οον;<br />qui navigue ensemble ; ὁ [[σύμπλους]] compagnon de traversée ; <i>p. ext.</i> compagnon qui s’associe à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[συμπλέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύμπλοος:''' -ον, συνηρ. -[[πλους]], <i>-ουν</i> ([[συμπλέω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πλέει, που ταξιδεύει με κάποιον στο ίδιο [[πλοίο]], ντροφος στο [[πλοίο]], σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ., σε Ευρ.· ποιητ., λέγεται για πλοία, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνέταιρος]] ή [[σύντροφος]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ.
}}
}}