Anonymous

σύμπλοος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύμπλοος:''' -ον, συνηρ. -[[πλους]], <i>-ουν</i> ([[συμπλέω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πλέει, που ταξιδεύει με κάποιον στο ίδιο [[πλοίο]], ντροφος στο [[πλοίο]], σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ., σε Ευρ.· ποιητ., λέγεται για πλοία, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνέταιρος]] ή [[σύντροφος]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ.
|lsmtext='''σύμπλοος:''' -ον, συνηρ. -[[πλους]], <i>-ουν</i> ([[συμπλέω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πλέει, που ταξιδεύει με κάποιον στο ίδιο [[πλοίο]], ντροφος στο [[πλοίο]], σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ., σε Ευρ.· ποιητ., λέγεται για πλοία, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνέταιρος]] ή [[σύντροφος]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''σύμπλοος:''' стяж. [[σύμπλους]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> спутник по морскому путешествию, попутчик Her., Eur., Xen., Plat., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> сотоварищ, соучастник: ξύμπλουν ἑαυτὸν τοῦ πάθους ποιεῖσθαι Soph. разделять (чьи-л.) страдания.
}}
}}