Anonymous

σύμπηκτος: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύμπηκτος]], -ον, ΝΑ [[συμπήγνυμι]]<br />[[πηχτός]], πηγμένος («[[γάλα]] σύμπηκτον», Φιλόξ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μαζί]] με άλλον [[συγκροτημένος]], [[μαζί]] κατασκευασμένος<br /><b>2.</b> [[στερεός]], [[συμπαγής]].
|mltxt=-η, -ο / [[σύμπηκτος]], -ον, ΝΑ [[συμπήγνυμι]]<br />[[πηχτός]], πηγμένος («[[γάλα]] σύμπηκτον», Φιλόξ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μαζί]] με άλλον [[συγκροτημένος]], [[μαζί]] κατασκευασμένος<br /><b>2.</b> [[στερεός]], [[συμπαγής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύμπηκτος:''' -ον, αυτός που έχει στερεωθεί, που έχει συναρμοστεί, κατασκευαστεί, πηγμένος, [[συμπαγής]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
}}