Anonymous

συγκάθημαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[συγκάτημαι]] Α<br /><b>1.</b> (για [[ομάδα]] προσ.) [[κάθομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[συνεδριάζω]] («τῇ δ' ὑστεραίᾳ οἱ μὲν [[τριάκοντα]]... συνεκάθηντο ἐν τῷ συνεδρίῳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώο) [[κάθομαι]] στηριζόμενος στα [[πίσω]] πόδια μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κάθημαι]] «[[κάθομαι]], [[συνεδριάζω]]»].
|mltxt=και ιων. τ. [[συγκάτημαι]] Α<br /><b>1.</b> (για [[ομάδα]] προσ.) [[κάθομαι]] [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[συνεδριάζω]] («τῇ δ' ὑστεραίᾳ οἱ μὲν [[τριάκοντα]]... συνεκάθηντο ἐν τῷ συνεδρίῳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώο) [[κάθομαι]] στηριζόμενος στα [[πίσω]] πόδια μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κάθημαι]] «[[κάθομαι]], [[συνεδριάζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκάθημαι:''' κανονικά παρακ. του [[συγκαθέζομαι]], είμαι καθισμένος ή [[κάθομαι]] μαζί με ή στο πλάι κάποιου, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για [[πλήθος]] προσώπων, [[κάθομαι]] μαζί, [[συσκέπτομαι]], [[συνέρχομαι]], [[συνεδριάζω]], σε Αριστοφ., Θουκ.
}}
}}