Anonymous

συγκάθημαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκάθημαι:''' κανονικά παρακ. του [[συγκαθέζομαι]], είμαι καθισμένος ή [[κάθομαι]] μαζί με ή στο πλάι κάποιου, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για [[πλήθος]] προσώπων, [[κάθομαι]] μαζί, [[συσκέπτομαι]], [[συνέρχομαι]], [[συνεδριάζω]], σε Αριστοφ., Θουκ.
|lsmtext='''συγκάθημαι:''' κανονικά παρακ. του [[συγκαθέζομαι]], είμαι καθισμένος ή [[κάθομαι]] μαζί με ή στο πλάι κάποιου, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για [[πλήθος]] προσώπων, [[κάθομαι]] μαζί, [[συσκέπτομαι]], [[συνέρχομαι]], [[συνεδριάζω]], σε Αριστοφ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκάθημαι:''' ион. [[συγκάτημαι]]<br /><b class="num">1)</b> рядом или вместе сидеть Her., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> вместе обитать (ἐν [[ὄρεσι]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> заседать, совещаться (ἐν συνεδρίῳ Xen.; περὶ εἰρήνης Thuc.): οἱ [[Ἀμφικτύονες]] συνεκάθηντο Aeschin. амфиктионы собрались на заседание;<br /><b class="num">4)</b> приседать: σ. ἐς [[γόνυ]] Luc. опускаться на колени.
}}
}}