Anonymous

σύμβουλος: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η / [[σύμβουλος]] ΝΜΑ<br />αυτός που δίνει συμβουλές, που κάνει υποδείξεις (α. «[[νομικός]] [[σύμβουλος]]» β. «[[τεχνικός]] [[σύμβουλος]]» γ. «καί μοι γενοῡ ξύμβουλος», <b>Αριστοφ.</b><br />δ. «τίς ἔγνω νοῡν κυρίου καὶ τίς αὐτοῡ [[σύμβουλος]] ἐγένετο», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μέλος]] συμβουλίου υπηρεσίας ή οργανισμού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σύμβουλος]] [[σχολικός]]» — <b>βλ.</b> [[σχολικός]]<br />β) «διευθύνων [[σύμβουλος]]» — βασικό διευθυντικό [[στέλεχος]], [[μέλος]] του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας, του οποίου η [[ιδιότητα]] συμπίπτει [[συνήθως]] με την [[ιδιότητα]] του προέδρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην αρχαία [[Σπάρτη]]) [[καθένας]] από τους [[δέκα]] άρχοντες, οι οποίοι αποφάσιζαν για [[εκστρατεία]] εξω από τα όρια της Λακωνικής<br /><b>2.</b> (στην αρχαία Αθήνα) [[υπάλληλος]] διορισμένος από τους θεσμοθέτες<br /><b>3.</b> (στην αρχαία [[Ρώμη]]) α) ο ύπατος<br />β) ο [[συγκλητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βουλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βουλή]] «[[σκέψη]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πρό</i>-<i>βουλος</i>].
|mltxt=ο, η / [[σύμβουλος]] ΝΜΑ<br />αυτός που δίνει συμβουλές, που κάνει υποδείξεις (α. «[[νομικός]] [[σύμβουλος]]» β. «[[τεχνικός]] [[σύμβουλος]]» γ. «καί μοι γενοῡ ξύμβουλος», <b>Αριστοφ.</b><br />δ. «τίς ἔγνω νοῡν κυρίου καὶ τίς αὐτοῡ [[σύμβουλος]] ἐγένετο», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μέλος]] συμβουλίου υπηρεσίας ή οργανισμού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σύμβουλος]] [[σχολικός]]» — <b>βλ.</b> [[σχολικός]]<br />β) «διευθύνων [[σύμβουλος]]» — βασικό διευθυντικό [[στέλεχος]], [[μέλος]] του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας, του οποίου η [[ιδιότητα]] συμπίπτει [[συνήθως]] με την [[ιδιότητα]] του προέδρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην αρχαία [[Σπάρτη]]) [[καθένας]] από τους [[δέκα]] άρχοντες, οι οποίοι αποφάσιζαν για [[εκστρατεία]] εξω από τα όρια της Λακωνικής<br /><b>2.</b> (στην αρχαία Αθήνα) [[υπάλληλος]] διορισμένος από τους θεσμοθέτες<br /><b>3.</b> (στην αρχαία [[Ρώμη]]) α) ο ύπατος<br />β) ο [[συγκλητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βουλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βουλή]] «[[σκέψη]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πρό</i>-<i>βουλος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύμβουλος:''' ὁ ([[βουλή]]), αυτός που παρέχει συμβουλές, αυτός που νουθετεί, [[σύμβουλος]], [[γνωμοδότης]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ως θηλ., σε Ξεν.· με γεν. προσ., [[σύμβουλος]] κάποιου, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, <i>σύμβουλός τινι</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[αλλά]] με γεν. πράγμ., [[σύμβουλος]] λόγου τοῦδέ μοι γένεσθε, ας γίνετε οι σύμβουλοί μου ως προς αυτό το [[ζήτημα]], σε Αισχύλ.· επίσης, [[περί]] ή [[ὑπέρ]] τινος, στον ίδ., σε Ισοκρ.· ξύμβουλός εἰμι = [[συμβουλεύω]], [[παραινώ]], [[παρέχω]] [[συμβουλή]], [[νουθετώ]], [[ορμηνεύω]], με απαρ., σε Αισχύλ.
}}
}}