Anonymous

σύμβουλος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύμβουλος:''' ὁ ([[βουλή]]), αυτός που παρέχει συμβουλές, αυτός που νουθετεί, [[σύμβουλος]], [[γνωμοδότης]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ως θηλ., σε Ξεν.· με γεν. προσ., [[σύμβουλος]] κάποιου, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, <i>σύμβουλός τινι</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[αλλά]] με γεν. πράγμ., [[σύμβουλος]] λόγου τοῦδέ μοι γένεσθε, ας γίνετε οι σύμβουλοί μου ως προς αυτό το [[ζήτημα]], σε Αισχύλ.· επίσης, [[περί]] ή [[ὑπέρ]] τινος, στον ίδ., σε Ισοκρ.· ξύμβουλός εἰμι = [[συμβουλεύω]], [[παραινώ]], [[παρέχω]] [[συμβουλή]], [[νουθετώ]], [[ορμηνεύω]], με απαρ., σε Αισχύλ.
|lsmtext='''σύμβουλος:''' ὁ ([[βουλή]]), αυτός που παρέχει συμβουλές, αυτός που νουθετεί, [[σύμβουλος]], [[γνωμοδότης]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ως θηλ., σε Ξεν.· με γεν. προσ., [[σύμβουλος]] κάποιου, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, <i>σύμβουλός τινι</i>, σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[αλλά]] με γεν. πράγμ., [[σύμβουλος]] λόγου τοῦδέ μοι γένεσθε, ας γίνετε οι σύμβουλοί μου ως προς αυτό το [[ζήτημα]], σε Αισχύλ.· επίσης, [[περί]] ή [[ὑπέρ]] τινος, στον ίδ., σε Ισοκρ.· ξύμβουλός εἰμι = [[συμβουλεύω]], [[παραινώ]], [[παρέχω]] [[συμβουλή]], [[νουθετώ]], [[ορμηνεύω]], με απαρ., σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=σύμβουλος -ου, ὁ, Att. ook ξύμβουλος [σύν, βουλή] ook f. Xen. Hell. 3.1.13, raadgever, adviseur: met gen. van zaken, met περί + gen. in, over iets;, ξύμβουλος γίγνεσθαι raadgeven, adviseren, met dat. iem.:; μοι γενοῦ ξύμβουλος geef me raad Aristoph. Nub. 1481; met inf. adviseren om …:; Plat. Lg. 930e = ξύμβουλος εἶναι met inf. Aeschl. Eum. 712; als politiek en militair ambt, in Sparta; Thuc. 5.63.4; in Thurii. Aristot. Pol. 1307b14.
}}
}}