Anonymous

στρεβλός: Difference between revisions

From LSJ
6
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στρεβλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> συνεστραμμένος, [[στραβός]] («στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον», Μέν.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) διεστραμμένος ως [[προς]] τον χαρακτήρα («καὶ [[μετὰ]] ἐκλεκτοῡ ἐκλεκτὸς ἔσῃ καὶ [[μετὰ]] στρεβλοῡ διαστρέψεις», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) (<b>για πρόσ.</b>) [[δύστροπος]], [[ιδιότροπος]] («[[στρεβλός]] [[χαρακτήρας]]»)<br />β) (για πνευματική [[εκδήλωση]]) [[λανθασμένος]], [[σφαλερός]], [[παράλογος]] («στρεβλές αντιλήψεις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «στρεβλό [[πολύγωνο]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[πολύγωνο]] του οποίου οι κορυφές δεν ανήκουν στο ίδιο επίπεδο<br />β) «[[στρέβλη]] [[καμπύλη]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[καμπύλη]] που δεν [[είναι]] επίπεδη<br />γ) «στρεβλές ευθείες» — ευθείες του χώρου μη παράλληλες και μη τεμνόμενες<br />δ) «[[στρέβλη]] [[επιφάνεια]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[ευθειογενής]] [[επιφάνεια]] η οποία δεν [[είναι]] αναπτυκτή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αλλήθωρος]]<br /><b>2.</b> (για τα φρύδια και για το [[μέτωπο]]) συνοφρυωμένος, ρυτιδωμένος<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πανούργος]] («στρεβλοῑσι παλαίσμασι» — με πανούργα τεχνάσματα, <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στρεβλῶς</i> Μ<br /><b>1.</b> όπως ο [[ανάπηρος]], με στρεβλό τρόπο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> με διεστραμμένο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[στρέφω]].
|mltxt=-ή, -ό / [[στρεβλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> συνεστραμμένος, [[στραβός]] («στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον», Μέν.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) διεστραμμένος ως [[προς]] τον χαρακτήρα («καὶ [[μετὰ]] ἐκλεκτοῡ ἐκλεκτὸς ἔσῃ καὶ [[μετὰ]] στρεβλοῡ διαστρέψεις», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) (<b>για πρόσ.</b>) [[δύστροπος]], [[ιδιότροπος]] («[[στρεβλός]] [[χαρακτήρας]]»)<br />β) (για πνευματική [[εκδήλωση]]) [[λανθασμένος]], [[σφαλερός]], [[παράλογος]] («στρεβλές αντιλήψεις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «στρεβλό [[πολύγωνο]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[πολύγωνο]] του οποίου οι κορυφές δεν ανήκουν στο ίδιο επίπεδο<br />β) «[[στρέβλη]] [[καμπύλη]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[καμπύλη]] που δεν [[είναι]] επίπεδη<br />γ) «στρεβλές ευθείες» — ευθείες του χώρου μη παράλληλες και μη τεμνόμενες<br />δ) «[[στρέβλη]] [[επιφάνεια]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[ευθειογενής]] [[επιφάνεια]] η οποία δεν [[είναι]] αναπτυκτή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αλλήθωρος]]<br /><b>2.</b> (για τα φρύδια και για το [[μέτωπο]]) συνοφρυωμένος, ρυτιδωμένος<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πανούργος]] («στρεβλοῑσι παλαίσμασι» — με πανούργα τεχνάσματα, <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στρεβλῶς</i> Μ<br /><b>1.</b> όπως ο [[ανάπηρος]], με στρεβλό τρόπο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> με διεστραμμένο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[στρέφω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στρεβλός:''' -ή, -όν ([[στρέφω]]), συστραμμένος, [[κυρτός]], [[καμπύλος]], [[καμπουριαστός]], [[στραβός]], σε Αριστ.· λέγεται για φρύδια, συνοφρυωμένος, ρυτιδωμένος, σε Ανθ.· μεταφ., <i>στρεβλοῖσι παλαίσμασι</i>, με πανούργα τεχνάσματα κατά την [[πάλη]], σε Αριστοφ.
}}
}}