Anonymous

στρεβλός: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στρεβλός:''' -ή, -όν ([[στρέφω]]), συστραμμένος, [[κυρτός]], [[καμπύλος]], [[καμπουριαστός]], [[στραβός]], σε Αριστ.· λέγεται για φρύδια, συνοφρυωμένος, ρυτιδωμένος, σε Ανθ.· μεταφ., <i>στρεβλοῖσι παλαίσμασι</i>, με πανούργα τεχνάσματα κατά την [[πάλη]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''στρεβλός:''' -ή, -όν ([[στρέφω]]), συστραμμένος, [[κυρτός]], [[καμπύλος]], [[καμπουριαστός]], [[στραβός]], σε Αριστ.· λέγεται για φρύδια, συνοφρυωμένος, ρυτιδωμένος, σε Ανθ.· μεταφ., <i>στρεβλοῖσι παλαίσμασι</i>, με πανούργα τεχνάσματα κατά την [[πάλη]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''στρεβλός:''' <b class="num">1)</b> искривленный, кривой ([[κανών]] Arst.; [[κλάδος]] Men.);<br /><b class="num">2)</b> изогнутый, нахмуренный ([[ὀφρύς]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> изворотливый, увертливый, ловкий ([[πάλαισμα]] Arph.).
}}
}}