Anonymous

συμπαραλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[παραλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] κάποιον [[μαζί]] μου, [[κυρίως]] ως μέτοχο ή συνεργό<br /><b>2.</b> [[λαμβάνω]] υπ' όψιν [[κάτι]] [[ακόμη]], [[συνυπολογίζω]]<br /><b>3.</b> [[περιλαμβάνω]] ή [[αποδέχομαι]] κάποιον [[ακόμη]] σε ένα όλο («[[ἅτερος]] συμπαρέλαβε τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας ὡς ἐπηρεασθεὶς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπαραλαμβάνομαι</i><br />α) προσκαλούμαι [[κάπου]]<br />β) (ειδικά) προσκαλούμαι [[κάπου]] προκειμένου να πω τη [[γνώμη]] μου σχετικά με ένα σοβαρό [[ζήτημα]]<br />γ) καλούμαι για [[βοήθεια]]<br />δ) εμπλέκομαι τυχαία σε [[κάτι]].
|mltxt=Α [[παραλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] κάποιον [[μαζί]] μου, [[κυρίως]] ως μέτοχο ή συνεργό<br /><b>2.</b> [[λαμβάνω]] υπ' όψιν [[κάτι]] [[ακόμη]], [[συνυπολογίζω]]<br /><b>3.</b> [[περιλαμβάνω]] ή [[αποδέχομαι]] κάποιον [[ακόμη]] σε ένα όλο («[[ἅτερος]] συμπαρέλαβε τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας ὡς ἐπηρεασθεὶς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπαραλαμβάνομαι</i><br />α) προσκαλούμαι [[κάπου]]<br />β) (ειδικά) προσκαλούμαι [[κάπου]] προκειμένου να πω τη [[γνώμη]] μου σχετικά με ένα σοβαρό [[ζήτημα]]<br />γ) καλούμαι για [[βοήθεια]]<br />δ) εμπλέκομαι τυχαία σε [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπαραλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[παίρνω]] κάποιον μαζί μου, [[προσλαμβάνω]] κάποιον ως βοηθό, σε Πλάτ.
}}
}}