Anonymous

συμπαραλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπαραλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[παίρνω]] κάποιον μαζί μου, [[προσλαμβάνω]] κάποιον ως βοηθό, σε Πλάτ.
|lsmtext='''συμπαραλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[παίρνω]] κάποιον μαζί μου, [[προσλαμβάνω]] κάποιον ως βοηθό, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπαραλαμβάνω:''' <b class="num">1)</b> забирать с собой (τινά Plat.): σ. τινά ἐν τῇ ζητήσει κοινωνόν Plat. делать кого-л. соучастником (своих) поисков;<br /><b class="num">2)</b> приобщать, включать, присоединять (σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας Arst.);<br /><b class="num">3)</b> принимать во внимание, учитывать (τὰς τῶν προτέρων [[δόξας]] Arst.).
}}
}}