Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνδιαλύω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>παθ.</b> <i>συνδιαλύομαι</i><br />α) διαλύομαι [[μαζί]] η ταυτόχρονα με άλλον<br />β) καταλύομαι ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταπαύω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον («τὰς διὰ τύχην αὐτῷ γεγενημένας ταραχὰς συνδιαλύειν ἐπιχειροῡμεν», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[συνεισφέρω]] και εγώ στην [[εξόφληση]] μιας οφειλής.
|mltxt=ΜΑ<br /><b>παθ.</b> <i>συνδιαλύομαι</i><br />α) διαλύομαι [[μαζί]] η ταυτόχρονα με άλλον<br />β) καταλύομαι ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταπαύω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον («τὰς διὰ τύχην αὐτῷ γεγενημένας ταραχὰς συνδιαλύειν ἐπιχειροῡμεν», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[συνεισφέρω]] και εγώ στην [[εξόφληση]] μιας οφειλής.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνδιαλύω:''' μέλ. -λύσω [ῡ],<br /><b class="num">1.</b> [[βοηθώ]] στην [[κατάπαυση]], στο [[καταλάγιασμα]], [[καθησυχάζω]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[βοηθώ]] στην [[καταλλαγή]], τη [[συμφιλίωση]], [[συμφιλιώνω]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> Μέσ., [[συνεισφέρω]] στην [[εξόφληση]], σε Λουκ.
}}
}}