Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνδιαλύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνδιαλύω:''' μέλ. -λύσω [ῡ],<br /><b class="num">1.</b> [[βοηθώ]] στην [[κατάπαυση]], στο [[καταλάγιασμα]], [[καθησυχάζω]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[βοηθώ]] στην [[καταλλαγή]], τη [[συμφιλίωση]], [[συμφιλιώνω]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> Μέσ., [[συνεισφέρω]] στην [[εξόφληση]], σε Λουκ.
|lsmtext='''συνδιαλύω:''' μέλ. -λύσω [ῡ],<br /><b class="num">1.</b> [[βοηθώ]] στην [[κατάπαυση]], στο [[καταλάγιασμα]], [[καθησυχάζω]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[βοηθώ]] στην [[καταλλαγή]], τη [[συμφιλίωση]], [[συμφιλιώνω]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> Μέσ., [[συνεισφέρω]] στην [[εξόφληση]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδιαλύω:''' <b class="num">1)</b> вместе прекращать, помогать прекратить (τὰς ταραχάς Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> помогать примирению, примирять Dem.;<br /><b class="num">3)</b> одновременно расточать, вместе терять Plut.;<br /><b class="num">4)</b> med. помогать нести расходы, вместе оплачивать (τινὶ τοὺς ἐράνους Luc.).
}}
}}