Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συναυξάνω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ξυναυξάνω και [[συναύξω]] και ξυναύξω και [[συναέξομαι]] Α [[αὐξάνω]]<br />[[βοηθώ]] στην [[αύξηση]] ενός πράγματος («τὴν ὑπάρχουσαν ὁμόνοιαν... ἐπὶ πλεῑον συναύξησε», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αυξάνω]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[παρουσιάζω]] ως σπουδαιότερο, [[μεγαλοποιώ]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πρός]] τι συμμέτρως συναυξάνομαι» — αυξάνομαι αναλογικά με [[κάτι]] [[άλλο]] (<b>Ξεν.</b>).
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ξυναυξάνω και [[συναύξω]] και ξυναύξω και [[συναέξομαι]] Α [[αὐξάνω]]<br />[[βοηθώ]] στην [[αύξηση]] ενός πράγματος («τὴν ὑπάρχουσαν ὁμόνοιαν... ἐπὶ πλεῑον συναύξησε», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αυξάνω]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[παρουσιάζω]] ως σπουδαιότερο, [[μεγαλοποιώ]] [[κάτι]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πρός]] τι συμμέτρως συναυξάνομαι» — αυξάνομαι αναλογικά με [[κάτι]] [[άλλο]] (<b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συναυξάνω:''' και -[[αύξω]], μέλ. <i>-αυξήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[αυξάνω]] ή [[μεγεθύνω]] μαζί ή από κοινού, σε Ξεν. — Παθ., αυξάνομαι ή [[γίνομαι]] μεγαλύτερος μαζί ή από κοινού με [[κάτι]], με δοτ., σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμβάλλω]] ή [[βοηθώ]] στην [[αύξηση]] ή τη [[μεγέθυνση]], σε Ξεν., Αριστ.
}}
}}