Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συναυξάνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναυξάνω:''' και -[[αύξω]], μέλ. <i>-αυξήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[αυξάνω]] ή [[μεγεθύνω]] μαζί ή από κοινού, σε Ξεν. — Παθ., αυξάνομαι ή [[γίνομαι]] μεγαλύτερος μαζί ή από κοινού με [[κάτι]], με δοτ., σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμβάλλω]] ή [[βοηθώ]] στην [[αύξηση]] ή τη [[μεγέθυνση]], σε Ξεν., Αριστ.
|lsmtext='''συναυξάνω:''' και -[[αύξω]], μέλ. <i>-αυξήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[αυξάνω]] ή [[μεγεθύνω]] μαζί ή από κοινού, σε Ξεν. — Παθ., αυξάνομαι ή [[γίνομαι]] μεγαλύτερος μαζί ή από κοινού με [[κάτι]], με δοτ., σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμβάλλω]] ή [[βοηθώ]] στην [[αύξηση]] ή τη [[μεγέθυνση]], σε Ξεν., Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''συναυξάνω:''' и [[συναύξω]]<br /><b class="num">1)</b> вместе увеличивать, приумножать ([[ἀρχήν]] Xen.; πεζικὰς δυνάμεις Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> med. расти Dem., NT: αὐξαμένῳ δὲ σώματι συναύξονται καὶ αἱ φρένες Her. с ростом тела растут и духовные силы;<br /><b class="num">3)</b> преувеличивать, раздувать (τὰς ἐπιτυχίας Polyb.).
}}
}}