Anonymous

συνελίσσω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και ιων. τ. [[συνειλίσσω]], και αττ. τ. συνελίττω Α<br />[[τυλίγω]] [[γύρω]] [[γύρω]], [[περιτυλίγω]] («συνελίσσειν [[εἴριον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σπείραις [[συνελίσσω]]» — κουλουριάζομαι (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐλίσσω</i> «[[περιστρέφω]], [[περιτυλίσσω]]»].
|mltxt=ΝΜΑ, και ιων. τ. [[συνειλίσσω]], και αττ. τ. συνελίττω Α<br />[[τυλίγω]] [[γύρω]] [[γύρω]], [[περιτυλίγω]] («συνελίσσειν [[εἴριον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σπείραις [[συνελίσσω]]» — κουλουριάζομαι (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐλίσσω</i> «[[περιστρέφω]], [[περιτυλίσσω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνελίσσω:''' Ιων. συν-ειλ-, Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[τυλίγω]] μαζί — Παθ., εμπλέκομαι σε [[κάτι]], με δοτ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., κουλουριάζομαι, συσπειρώνομαι, λέγεται για [[φίδι]], σε Ευρ.
}}
}}