Anonymous

συνελίσσω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνελίσσω:''' Ιων. συν-ειλ-, Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[τυλίγω]] μαζί — Παθ., εμπλέκομαι σε [[κάτι]], με δοτ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., κουλουριάζομαι, συσπειρώνομαι, λέγεται για [[φίδι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''συνελίσσω:''' Ιων. συν-ειλ-, Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[τυλίγω]] μαζί — Παθ., εμπλέκομαι σε [[κάτι]], με δοτ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., κουλουριάζομαι, συσπειρώνομαι, λέγεται για [[φίδι]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνελίσσω:''' атт. [[συνελίττω]], ион. [[συνειλίσσω]]<br /><b class="num">1)</b> свивать, скручивать: συνελίσσεσθαί τινι Soph. запутаться в чем-л.; ἡ [[κέρκος]] συνελιττομένη Arst. завитой хвост;<br /><b class="num">2)</b> свиваться, извиваться (σπείραις Eur.).
}}
}}